Υπογράφει ο Δημήτριος Κατσάνος*
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους και την ανάκτηση των τουρκοκρατούμενων εδαφών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1912, η εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών επέβαλε τη σύμπραξη των βαλκανικών χωρών, οι οποίες προχώρησαν στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά στην κήρυξη επιστράτευσης. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ακολούθως, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, μετά την απόρριψη της κοινής διακοίνωσής τους για την εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (4-5 Οκτωβρίου 1912).
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο Στρατός Θεσσαλίας, υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε διάστημα 20 ημερών, αφού κατέλαβε την οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912), απελευθέρωσε διαδοχικά τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε από την τουρκική φρουρά στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Μέχρι της αρχές Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση και των υπόλοιπων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τη διοίκηση του Αντιστρατήγου Σαπουντζάκη, αφού εξασφάλισε την ελληνοτουρκική μεθόριο μεταξύ Ακτίου και Τζουμέρκων, διεξήγαγε μια σειρά νικηφόρων επιχειρήσεων. Στις 10 Ιανουαρίου 1913, υπό τις διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και ενισχυμένος με δύο μεραρχίες, ενέτεινε τις προσπάθειες του για την απελευθέρωση της περιοχής. Η σφοδρή επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου κατέληξε στην, άνευ όρων, παράδοση του οχυρωματικού συγκροτήματος του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913, απελευθερώθηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου.
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, λόγω της μειωμένης δύναμής του στην αρχή του πολέμου, είχε υποχρεωθεί στην τήρηση αμυντικής στάσης. Συγκεκριμένα, ο Στρατός Ηπείρου αποτελούνταν από, ένα σύνταγμα Πεζικού, τέσσερα τάγματα Ευζώνων, ένα τάγμα Εθνοφρουρών, τρεις ανεξάρτητες μοίρες Πυροβολικού, μία ίλη Ιππικού, ένα λόχο Μηχανικού, μια διμοιρία Τηλεγραφητών και τις απαραίτητες υπηρεσίες Υγειονομικού, Εφοδιασμού και Πυρομαχικών.
Αν και η αποστολή του Στρατού Ηπείρου ήταν η απαγόρευση κάθε παραβίασης της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο μέτωπο της Ηπείρου, ωστόσο, στις 6 Οκτωβρίου 1912, ο αρχηγός του ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία. Οι ελληνικές δυνάμεις, διάβηκαν τον Άραχθο ποταμό και προέλασαν προς τα βόρεια. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθερώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το Μέτσοβο. Οι επιτυχίες αυτές, καθώς και η αίσια έκβαση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, οδήγησαν το Υπουργείο Στρατιωτικών στην απόφαση να ενισχυθεί ο Στρατός Ηπείρου, με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και αργότερα με την ΙΙ Μεραρχία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου. Στις 29 Νοεμβρίου 1912, ο Στρατός Ηπείρου απελευθέρωσε τα Πεστά και ανάγκασε τους Τούρκους να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων.
Το υψίπεδο των Ιωαννίνων, φύσει οχυρό, έχει σχήμα πεταλοειδές και οριοθετείται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που είχε αναλάβει η «Γερμανική Στρατιωτική Αποστολή», στην περιοχή είχαν κατασκευαστεί μόνιμα οχυρωματικά έργα, υπό την επίβλεψη αξιωματικών της. Η οχύρωση περιλάμβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώματα, συρματοπλέγματα και άλλα αμυντικά έργα. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας. Στη φάση της τελικής επίθεσης του Στρατού Ηπείρου (19-20 Φεβρουαρίου 1913), ο τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ πασάς είχε στη διάθεσή του τέσσερις μεραρχίες.
Οι διαδοχικές επιθέσεις του Στρατού Ηπείρου, από 1 έως 3 Δεκεμβρίου 1912 και από 7 έως 11 Ιανουαρίου 1913, για την κατάληψη της αμυντικής τοποθεσίας Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δεν απέφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ οι απώλειες των επιτιθέμενων τμημάτων του ήταν σοβαρές. Ο συγγραφέας συντοπίτης (εκ Μελατών Άρτας) Γιάννης Καλπούζος περιγράφει με γλαφυρότητα στο ιστορικό μυθιστόρημα του ‘’Ουρανόπετρα’’ τις διεξαγόμενες μάχες στην οχυρή τοποθεσία του Μπιζανίου.
‘’…Από τις έξι το πρωί όλες οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν στο πόδι για τη γενική επίθεση. Στις οκτώ πήρε να σείεται ο τόπος. Ήχησαν πρώτα οι φοβεροί κρότοι των ορειβατικών κανονιών στα υψώματα Σπαρτίτσι και Φτελιάς και των τοπομαχικών στον αυχένα της Κανέτας, κι αμέσως απάντησαν οι Οθωμανοί απ’ το Μπιζάνι και τα πολυβόλα τους από τα υψώματα της Μανωλιάσα.
Γονυπετείς! Πρόσταξε ο λοχαγός Διοικητής του 3ου Τάγματος, κι επανέλαβαν τη διαταγή οι διοικητές των λόχων κι οι διμοιρίτες αξιωματικοί.
Πυρ! Έκραξε ο λοχαγός και η ομοβροντία των εξακοσίων Μάνλιχερ αντήχησε στις χαράδρες συγχρόνως με τους κρότους των πολυβόλων μίας διμοιρίας.
Πέντε φυσίγγια, γέμισμα, άλλα πέντε, γέμισμα ξανά.
Εγέρθειτε! Εμπρός!
‘Ορμησαν μπροστά για είκοσι μέτρα, καλύφθηκαν πίσω από δέντρα και βράχια, και πάλι οι ίδιες προσταγές…
…Η μάχη εξελισσόταν ολοένα και σε πιο σκληρή. Εγέρθητε! Εφ’ όπλου λόγχη! Εμπρόοος! Εμπρόοος! Εμπρόοος! Κραύγαζαν οι άντρες των δύο λόχων κι εφορμούσαν ακράτητοι.
Με άγριες φωνές και αλαλαγμούς έφτασαν στην κορυφή. Όρμησαν στα ταμπούρια των Οθωμανών και πλέον μάχονταν σώμα με σώμα, λόγχη τη λόγχη, κοντάκι το κοντάκι, κι οι αξιωματικοί με τις σπάθες…’’
Οι ανεπιτυχείς ενέργειες του Αντιστράτηγου Σαπουντζάκη είχαν ως συνέπεια την αντικατάστασή του από τον Αρχιστράτηγο, διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος ανέστειλε κάθε επιθετική ενέργεια και προέβη σε αναδιοργάνωση του Στρατού Ηπείρου, ενισχύοντάς τον με τέσσερις μεραρχίες, μία ταξιαρχία, ένα σύνταγμα ιππικού, καθώς και διάφορα αποσπάσματα. Παράλληλα, έδωσε τον κατάλληλο χρόνο για να αναπαυθούν οι, σκληρά δοκιμαζόμενες για μακρό διάστημα, μονάδες της πρώτης γραμμής, ενώ, το Γενικό Στρατηγείο προετοίμαζε μεθοδικά το τελικό σχέδιο ενεργείας. Απώτερος σκοπός του ήταν η, από τα δυτικά, ευρεία υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας και η κατάληψη των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, με επιθετικές ενέργειες στον κεντρικό και στον ανατολικό τομέα, το «Γενικό Στρατηγείο» επιδίωκε την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των δυνάμεων, που αμύνονταν εκεί. Ως εκ τούτου, ο Στρατός Ηπείρου κατανεμήθηκε σε δύο τμήματα. Το Α΄ Τμήμα Στρατιάς θα διεξήγαγε, μαζί με τη ΙΙ Μεραρχία, αγώνα κατατριβής για την αγκίστρωση του εχθρού στο ανατολικό και νότιο μέτωπο και το Β΄ Τμήμα Στρατιάς θα επιτίθετο κατά του δεξιού της τοποθεσίας.
Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 1913, άρχισε η προπαρασκευή πυρών πυροβολικού εναντίον προκαθορισμένων στόχων στο Μπιζάνι και στην Καστρίτσα. Επίσης, είχε προηγηθεί σχέδιο παραπλάνησης, από τις 16 Φεβρουαρίου, με προσβολή τουρκικών στόχων στους Αγίους Σαράντα από τη Ναυτική Μοίρα Ιονίου και απόβαση επίδειξης δυνάμεων από στρατιωτικά τμήματα στην ίδια περιοχή (18-19 Φεβρουαρίου 1913), ενώ το Β΄ Τμήμα Στρατιάς είχε συγκεντρωθεί με κάθε μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα.
Από το πρώτο φως της επομένης, οι τρεις φάλαγγες του Β΄ Τμήματος Στρατιάς, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά διείσδυση στο δυτικό τομέα της τοποθεσίας, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας, κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Πεδινή τις απογευματινές ώρες και να συνεχίσει την καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων προς τα Ιωάννινα. Το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων συνέχισαν την καταδίωξη και με προτροπή του Διοικητή του 9ου Τάγματος, Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη.
Αλλά ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος θρυλικός ήρωας Ταγματάρχης Πεζικού Ιωάννης Βελισσαρίου τα γεγονότα, από το επίσημο κείμενο της πολεμικής έκθεσης του.
‘’…Τότε εσταμάτησα, μη θεωρών φρόνιμον να εισέλθω εις την πόλιν και επεδόθην εις την λήψιν προφυλάξεων προς το μέρος της πόλεως, προς δυσμάς ταύτης και προς Κοτσιφιάν, τάξας περί τους τρεις λόχους και ανά δύο πολυβόλα, μεθ’ ο διέταξα και την ανακοπήν των τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συρμάτων μεταξύ πόλεως και Μπιζανίου – Καστρίτσης και μετά ταύτα έστειλα προς αναζήτησιν του κ. Ιατρίδου, ίνα συμπληρώσωμε τας προφυλάξεις και προς το Μπιζάνι, όπερ και εγένετο τάξαντες τον αφιχθέντα ήδη 4ον Λόχον του μετά δύο πολυβόλων.
Επίσης απέστειλα τον ανθυπασπιστήν των πολυβόλων Μπάφαν, έφιππον προς την οδόν Φιλιππιάδος το πρώτον, καθ’ ‘οσον η της Ραψίστης διά μέσου τελματώδους πεδιάδας, ήτο δύσκολος την νύκτα, ίνα πληροφορήση παν ημέτερον στράτευμα περί της εκεί παρουσίας μας και με την παράκλησιν να πλησιάσουν. Αλλά επέστρεψε άπρακτος μετά ολίγον, διότι η οδός εκείνη εφρουρείτο υπό των Τούρκων του Μπιζανίου. Μετά ταύτα τον απέστειλα προς Ραψίσταν παρά τω κ. Διοικητή, παρ’ ώ ο 3ος Λόχος μου και το τάγμα του 17 Πεζικού Συντάγματος.
Οι άνδρες διάβροχοι εκ της διαβάσεως των τελμάτων, έμειναν αγρυπνούντες με το όπλον ανά χείρας, συχναί δε περιπολίαι συνέδεαν τα διάφορα τμήματα, Κατσικά και Μπιζάνι, ιδίως δεχόμενοι ομάδας αιχμαλώτων, ους ενεκλείομεν εντός του Αγίου Ιωάννου. Συνελήφθησαν κατά την νύκτα εκείνην 37 αξιωματικοί και 935 οπλίται, οίτινες εφυλάσσοντο εις τον περίβολον της εκκλησίας.
Περί την 11ην ώραν της εσπέρας διεκρίναμεν εκ του Αγίου Ιωάννου, επιθεωρήσαμεν μετά του κ. Ιατρίδου, δύο παμμεγέθεις φανούς, όπισθεν των οποίων ηκολούθει ομάς ανθρώπων. Επλησιάσαμεν και εμφανίζεται προ ημών ο Άγιος Δωδώνης, όστις μας παρουσίασε δύο Τούρκους αξιωματικούς, τους υπολοχαγόν Ρεούφ και ανθυπολοχαγόν Ταλαάτ, απεσταλμένους του Εσσάτ πασά και κομιστάς της γνωστής επιστολής των προξένων Ιωαννίνων (περί προσφοράς παραδόσεως της πόλεως) ανοικτής και γαλλιστί συντεταγμένης, ην εξουσιοδοτηθείς να αναγνώσω είδον το περιεχόμενων.
Τότε λέγω στον κ. Ιατρίδη, ότι εις εξ ημών ανάγκη να τους συνοδεύση εις Εμίν Αγά, όπως διευκολύνει την ταχυτέραν διά των προφυλακών διέλευσιν των άνευ βραδύτητας, λόγω της εξαιρετικώς κρισίμου θέσεώς μας, (είχομεν οπίσως μας και δεξιά τον όγκο των τουρκικών στρατευμάτων), και πριν η εξημερώσει και την αντιληφθούν. Απεφασίσθη να τους συνοδεύσω εγώ, επιβάς την ην είχον αμάξης μετά των λοιπόν τριών.
Αφιχθέντος εις τας προφυλακάς Μπιζανίου, επί της οδού, εγενόμεθα δεκτοί διά πυροβολισμών παρ’ αγρίου σκοπού πυροβολούντος και κραυγάζοντας ‘Ντουρ’ ενώ 4 σφαίραι εσύειζαν εις τα ώτα μας, κατέρχεται ο υπολοχαγός Ρεούφ προχωρών μόνος και με κόπον επιτυγχάνει να πείσει τον σκοπόν να ησυχάση. Ελθόντος εν τέλει του αρχιφύλακος, διευκολύνθει η διέλευσις, αφού εξηγήθη, ο σκοπός της αποστολής και ούτω ανενόχλητοι πλέον αφίχθημεν εις τας ημετέρας του Αυγού προφυλακάς, ένθα ετηλεφώνησα εις Εμίν Αγά, ζητήσας και αυτοκίνητον προς ταχυτέραν μετάβασιν, όπερ και εγένετο.
Καθ’ οδόν οι Τούρκοι αξιωματικοί με ηρώτουν περί των υπό των ημετέρων στρατευμάτων κατεχομένων θέσεων, εις ους απάντησα ότι η εκ τριών Συνταγμάτων φάλαγξ Αγίου Νικολάου είναι εις Ραψίσταν, η εκ τριών Συνταγμάτων φάλαγξ Μανωλιάσης κατήλθεν εις την πεδιάδα, η της Τσούκας έχει κατέλθει εις Δουρούτι, προσέτι δε και η δεξιά μας φάλαγξ Λοζέτσι προελάυνει προς τα εκεί.
Ότε επεστρέφομεν την πρωίαν και ήτο ημέρα πλέον, οι Τούρκοι αξιωματικοί ανεζήτουν να ιδούν τα προμνησθέντα στρατεύματα, οίτινες εις μάτην αναζητούντες δεν τα έβλεπαν, με ηρώτησαν που είναι και εγώ τους απαντώ ‘επί υψωμάτων’. Μα δεν μας ελέγατε την νύκτα, ότι είχον κατέλθει εις την πεδιάδα προσέθεσαν. Όχι τους λέγω, εις την πεδιάδα μόνο εμείς είχομεν κατέλθει. Τότε οι αξιωματικοί προσβλέψαντες αλλήλους και κατανοήσαντες το πάθημα των, έδηξαν τα χείλη και μοι λέγουν είτα κ. Ταγματάρχα, πρέπει να γνωρίζητε ότι η τιμή της παραδόσεως των Ιωαννίνων οφείλεται εις υμάς.’’
Άρα λοιπόν, η απελευθέρωση των Ιωαννίνων προήλθε από τη θυελλώδη ορμή των ευζώνων του θρυλικού ήρωα Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου.
Η είδηση ότι οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα έπεισε την τουρκική Διοίκηση για το μάταιο της συνέχισης του αγώνα. Στις 23:00, ο Εσσάτ πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού. Στις 04:30 της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι απεσταλμένοι του Εσσάτ πασά, συνοδευόμενοι από τον Ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφτασαν στην έδρα του στρατηγείου, στο Χάνι Εμίν Αγά. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την άνευ όρων παράδοση των Τούρκων και διέταξε την κατάπαυση του πυρός. Έτσι, στις 09:00 το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στα Ιωάννινα, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης.
Η αμυντική τοποθεσία των Ιωαννίνων, κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου εθεωρείτο απόρθητη. Στη συνέχεια όμως, η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και η τόλμη των ελληνικών τμημάτων συνέβαλαν στην επιτυχή εκτέλεση του σχεδίου ενεργείας του διάδοχου Κωνσταντίνου. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την εκκαθάριση των περιοχών της υπολοίπου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός, εισέρχεται απελευθερωτής στην Κόνιτσα την 24 Φεβρουαρίου 1913 και έως τον Μάρτιο του ιδίου έτους, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα.
Χρόνια Πολλά
έτσι τα πήραμε τα Γιάννενα!
Αιωνία η μνήμη στους αθάνατους ήρωες Μπιζανομάχους!
Αιωνία η μνήμη στον ήρωα Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου!
*Ο Δημήτριος Κατσάνος είναι Συνταγματάρχης.