Γράφει ο Αλέξανδρος Τρίγγος
Καθώς οι διεθνείς διαπραγματεύσεις δεν έχουν ακόμα εκπληρώσει τις προσδοκίες για μία ρηξικέλευθη συμφωνία και καθώς πολλές εθνικές κυβερνήσεις επιμένουν σε μία ολέθρια μυωπική στάση, η πρωτοπορία του αγώνα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής έχει περάσει σε τοπικό επίπεδο. Οι μεγαλύτερες και μικρότερες πόλεις του κόσμου, μέσω δικτύων όπως το C40, το ICLEI και το UCLG, ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές στη χρηματοδότηση και την εφαρμογή καινοτόμων πράσινων πολιτικών.
Σύμφωνο Δημάρχων
Μέσω του Συμφώνου των Δημάρχων (Compact of Mayors), με τη συνδρομή του ΟΗΕ, έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο για την παρακολούθηση και τον περιορισμό των βλαβερών εκπομπών. Το Σύμφωνο, το οποίο εγκαινιάστηκε πέρυσι, έχει ήδη υπογραφεί από 382 πόλεις, με συνολικό πληθυσμό 345,8 εκατομμυρίων κατοίκων.
«Οι πόλεις θα βρεθούν στο επίκεντρο της προσπάθειας αποδοτικής χρήσης των φυσικών πόρων», τονίζει στην «Κ» ο Δημήτρης Ζεγγέλης, συνεπικεφαλής κλιματικής πολιτικής του Grantham Research Institute στο LSE. «Σε πόλεις ζει σήμερα ο μισός πληθυσμός του πλανήτη και εκεί παράγονται περίπου τα 3/4 του παγκόσμιου ΑΕΠ και των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Εως το 2050, ο αστικός πληθυσμός θα έχει φτάσει το 65%-75% του συνολικού πληθυσμού της γης». Υπολογίζεται ότι 1,4 εκατ. άτομα προστίθενται στους πληθυσμούς των πόλεων κάθε εβδομάδα.
Σύμφωνα με νέα μελέτη της πρωτοβουλίας New Climate Economy («Accelerating Low-Carbon Development in the World’s Cities»), δράσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής που ήδη εφαρμόζονται σήμερα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εξοικονόμηση 16,6 τρισ. δολαρίων ώς το 2050. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στην ανάλυση 11 κατηγοριών δράσεων στους τρεις τομείς όπου η τοπική αυτοδιοίκηση έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να επηρεάσει την κατάσταση: τα κτίρια, τις μεταφορές και τη διαχείριση απορριμμάτων.
Ειδικότερα, όσον αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις, δίνεται έμφαση με συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους στην ενεργειακή αποδοτικότητα της θέρμανσης σε νέα κτίρια και τη μετατροπή παλαιότερων, στη χρήση ηλιακών πάνελ και συσκευών καθώς και φωτιστικών χαμηλής κατανάλωσης. Στο μέτωπο των μεταφορών, οι δράσεις αφορούν τη μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα, χωροταξικές αλλαγές για να μειωθεί η κατά κεφαλήν κίνηση των αυτοκινήτων, την επέκταση των δημόσιων συγκοινωνιών και την καλύτερη οργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας. Στη διαχείριση απορριμμάτων, προτεραιότητα δίνεται στην ανακύκλωση και στην αποθήκευση του μεθανίου που εκλύεται από τις χωματερές.
Σωρευτικά, βάσει του «μεσαίου» σεναρίου της μελέτης, για να επιτευχθούν οι στόχοι στις 11 αυτές κατηγορίες οι επενδύσεις κυμαίνονται στα 977 δισ. δολάρια ετησίως για την περίοδο 2015-2050. Αν υλοποιηθούν, η ετήσια εξοικονόμηση για την κατανάλωση ενέργειας θα φτάσει το 1,58 τρισ. δολάρια το 2030 και τα 5,85 τρισ. το 2050. Η απόσβεση, σε αυτό το σενάριο, θα χρειαστεί μόλις 16 έτη. Η καθαρά τρέχουσα αξία της συνολικής εξοικονόμησης, δε, μπορεί να εκτοξευθεί στα 21,86 τρισ. δολάρια ώς το 2050 αν οι εθνικές πολιτικές στηρίξουν τη μετάβαση στην οικονομία χαμηλών εκπομπών, αυξάνοντας τις επιδοτήσεις για πράσινη ενέργεια, μειώνοντάς τις για ορυκτά καύσιμα και τιμολογώντας τον άνθρακα που εκπέμπεται.
Ανιση πρόοδος
Στην πράξη, έως σήμερα, οι πόλεις της Ευρώπης έχουν κάνει πολύ περισσότερα για τη μείωση των εκπομπών απ’ ό,τι οι αμερικανικές πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η σύγκριση, όπως την αναδεικνύουν σε πρόσφατο άρθρο τους στον Guardian οι Δημήτρης Ζεγγέλης και Νίκολας Στερν (πρωτοπόρος στην ανάλυση των οικονομικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής), της Ατλάντας με τη Βαρκελώνη: αντίστοιχου βιοτικού επιπέδου και πληθυσμού (λίγο πάνω από 5 εκατ.), η δεύτερη καλύπτει μόλις το 4% της επιφάνειας της πρώτης και παράγει μόνο το 1/10 των εκπομπών.
Πηγή : b2green