Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Αναλύοντας την στρατηγική της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1974, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση τόσο των γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων που απεκόμισε η Άγκυρα μετά την εισβολή όσο και στην υπεροπλία της χώρας, με σκοπό την επίτευξη των γεωπολιτικών της επιδιώξεων που εκτείνονται στον άμεσο γεωστρατηγικό της χώρο, στον οποίο βρίσκεται η Κύπρος, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974: α) ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά, το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας), και δ) μέσω του ψυχολογικού πολέμου έχει καταφέρει να επιβάλει την αντίληψη στην ελληνική πλευρά ότι το κόστος από ένα πόλεμο θα είναι μικρό για την Τουρκία επειδή συντρέχουν δύο λόγοι: πρώτος, ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας) και δεύτερος, οι συγκυρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο σύγκλισης των τουρκικών συμφερόντων με αυτά των δυτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, όπως ακριβώς το ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο των τουρκοαμερικανικών σχέσεων.
Η συστηματική απειλή χρήσης βίας από την Τουρκία έχει ως στόχο να δημιουργήσει μία δυναμική που να επιφέρει τα μέγιστα πολιτικά αποτελέσματα. Παράλληλα, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει την εικόνα ενός αποφασιστικού αντιπάλου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που απεκόμισε από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της. Το γεγονός αυτό ενισχύει την προσπάθεια της να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη στις ευαίσθητες στρατηγικά περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Η λογική αυτή, του στρατηγικού καταναγκασμού που ακολουθεί η Τουρκία από το 1974 και εντεύθεν αποτελεί έκτοτε το πιο ουσιαστικό κεφάλαιο στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ανεξαρτήτως των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το τουρκικό κράτος και της υπερεξάπλωσης που χαρακτηρίζει την Τουρκική εξωτερική πολιτική, η Τουρκία φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος, εξαναγκάζοντας ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κυπριακής πλευράς να εθίζεται και τελικώς να συμβιβάζεται με τα δεδομένα της κατοχής.
Από την άλλη, η αναποτελεσματική Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, από το 1955 και εντεύθεν, λόγω της εξάρτησης από τον ξένο παράγοντα και λόγω απουσίας συγκροτημένης στρατηγικής, είχε ως συνέπεια τόσο την αποξένωση της Ελλάδας από τα ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα των Ελλήνων της Κύπρου και κατ’ επέκταση τη συρρίκνωση των στρατηγικών στόχων όσο και την αποκοπή της από τις σημαντικές εξελίξεις που διαδραματίζονται έκτοτε στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Με την παγίωση των γεωστρατηγικών δεδομένων της τουρκικής εισβολής στο νησί, η Τουρκία επιδιώκει σήμερα μία πολιτική ρύθμιση στο πρόβλημα όπου θα της εξασφαλίζει τέσσερα δομικά πλεονεκτήματα έναντι της ελληνικής πλευράς: α) εξασφάλιση της στρατηγικής ομηρίας του νησιού, β) δορυφοροποίηση του τμήματος της Κύπρου που θα ελέγχεται από τους έλληνες, γ) αποκοπή της γεωπολιτικής προέκτασης της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και δ) μονοπώλιο ελέγχου του γεωστρατηγικού χώρου της Κύπρου που θα της επιτρέπει σύγκλιση συμφερόντων σε γεωστρατηγικό επίπεδο με μεγάλες δυνάμεις, κάτι που αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την ενίσχυση του περιφερειακού της ρόλου.
Τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που επέφερε η εισβολή του 1974 στην Τουρκία προστατεύθησαν από την Άγκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού, τον οποίο συστηματικώς εφήρμοσε έναντι της Κύπρου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Αυτό γίνεται πιο έντονο αφού οι διεθνείς διαμεσολαβητές γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη θέληση άρα ούτε τη δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα. Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα, η οποία υπαγορεύει υποβολή ευνοϊκών σχεδίων προς την Τουρκία και περισσότερη άσκηση πιέσεων προς την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί μία λύση ούτως ώστε να νομιμοποιεί τόσο τον διοικητικό όσο και τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη βάση των πραγματικοτήτων που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός και κατά συνέπεια να παραχωρεί το στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου στην Τουρκία. Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού (βλ. διζωνική ομοσπονδία), έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε ως συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά και μοιραία προς στις τουρκικές θέσεις.