Αποταμίευση με επιτόκιο 3,8% εντελώς αφορολόγητη εξασφάλισαν πάνω από 40.000 μικροκαταθέτες οι οποίοι εμπιστεύτηκαν τις οικονομίες τους σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου που διατέθηκαν και στο ευρύ κοινό από τον Σεπτέμβριο που ξεκίνησε η εφαρμογή του μέτρου μέχρι και την περασμένη Τετάρτη.
Ο θεσμός των «λαϊκών ομολόγων» επανήλθε ύστερα από πολλά χρόνια συνοδευόμενος με την κατάργηση της φορολόγησης της υπεραξίας πώλησης των τίτλων πριν από τη λήξη με συντελεστή 15%. Μέχρι στιγμής αρμόδιες πηγές του υπ. Οικονομίας εκτιμούσαν ότι στο ευρύ κοινό έχουν διατεθεί περίπου 550 εκατ. ευρώ σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου και μέχρι και το τέλος του 2024 αναμένεται να έχουν διατεθεί γύρω στα 650-700 εκατ. ευρώ.
Μετά την υποχώρηση του πληθωρισμού στα όρια του 3-3,1% στις αρχές του χρόνου εκτός από την ονομαστική μέση απόδοση του 3,8% που είχαν τα έντοκα που διατέθηκαν το περασμένο 6μηνο οι μικροκαταθέτες οι οποίοι αγόρασαν τα έντοκα έχουν πραγματική απόδοση των χρημάτων τους κατά 0,7%.
Μπορεί το ποσοστό του 0,7% να φαίνεται γενικά μικρό αλλά για να υπάρχει πραγματική εικόνα θα πρέπει να συγκριθεί με την εναλλακτική της κατάθεσης ενός χρηματικού ποσού σε προθεσμιακή κατάθεση από αυτές που προσφέρουν σήμερα οι εμπορικές τράπεζες. Ως γνωστόν, οι κλασικές καταθέσεις ταμιευτηρίου δίνουν μηδενικό επιτόκιο για ποσά 50.000. Συνεπώς, η μόνη πραγματική εναλλακτική είναι οι προθεσμιακές καταθέσεις για τις οποίες οι αποδόσεις είναι ετησιοποιημένες.
Με άλλα λόγια, ένα τρίμηνο έντοκο ομόλογο δίνει καθαρή απόδοση 3,7%-3,8% μετά τη λήξη του (δηλαδή σε τρεις μήνες). Αντίθετα, αν γίνει ανάληψη από ένα προθεσμιακό στα μέσα του χρόνου, ο τόκος θα πληρωθεί στο ακέραιο για το ποσό που θα βρίσκεται στο τέλος του χρόνου στον λογαριασμό. Ακόμη όμως και αν κάποιος κρατήσει τα χρήματα δεσμευμένα για ένα χρόνο, δεν θα έχει καθαρή απόδοση στα χρήματά του.
Με βάση τις αποδόσεις που προσφέρουν οι τράπεζες, η καλύτερη προθεσμιακή κατάθεση δίνει απόδοση 3% (ετησιοποιημένη πάντα). Ωστόσο, αν από την ονομαστική απόδοση αφαιρεθεί και ο φόρος του 15%, αυτή υποχωρεί στα 2,55%. Αν υπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι είναι ακόμη στο 3% τα χρήματα που θα έχει τοποθετήσει στην προθεσμιακή θα έχουν αρχική απόδοση 0,45%-0,55%.
Από όλα αυτά μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι σήμερα -και για κάποιους μήνες ακόμη- η διαφορά απόδοσης της τοποθέτησης σε έντοκα από αυτή του να τοποθετηθεί κάποιος σε προθεσμιακή κατάθεση θα είναι στο 1,25%-1,35%.
Μείωση επιτοκίων
Στην εξίσωση των αποδόσεων θα πρέπει να βάλει κανείς και την επικείμενη μείωση των επιτοκίων του ευρώ η οποία, με τα σημερινά δεδομένα, θα ξεκινήσει από τα μέσα του χρόνου. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα αν μαζί με τα επιτόκια της ΕΚΤ θα μειωθούν και οι αποδόσεις των εντόκων και τότε «θα συμφέρει η αποταμίευση σε λαϊκά ομόλογα»; Η απάντηση είναι «σαφώς ναι» και μάλιστα για τρεις λόγους:
» Ο πρώτος είναι ότι η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ δεν θα είναι τόσο γρήγορη όσο η άνοδος. Με άλλα λόγια αν η Φρανκφούρτη αποφασίσει την πρώτη μείωση τον Ιούνιο, αυτή δεν θα είναι πάνω από 0,25%. Η μείωση αυτή δεν θα περάσει στο σύνολο και στις αποδόσεις των εντόκων.
» Ο δεύτερος λόγος είναι ότι σε μεσομακροπρόθεσμη βάση η μείωση των επιτοκίων δεν θα πάει πέρα από το 2% από το 4% που είναι σήμερα. Τούτο διότι η εποχή των χαμηλών επιτοκίων έχει παρέλθει. Συνεπώς και οι αποδόσεις των ομολόγων στο τέλος της πορείας μείωσης των επιτοκίων δεν θα υποχωρήσουν κάτω από 2,5-2,7% για τουλάχιστον άλλο ένα χρόνο ακόμη.
» Ο τρίτος λόγος είναι ότι οι αποδόσεις που θα προσφέρουν σε όλο αυτό το διάστημα οι τράπεζες δεν θα είναι κλειδωμένες στα σημερινά επίπεδα. Με άλλα λόγια κατά τη διάρκεια της μείωσης των επιτοκίων θα προσαρμόζουν και τα δικά τους επιτόκια όχι μόνο στα δάνεια που δίνουν αλλά και στα επιτόκια καταθέσεων.
Με λιγότερα λόγια, οι αποδόσεις των εντόκων γραμματίων θα είναι υψηλότερα από κάθε προθεσμιακή κατάθεση.
Οροι συμμετοχής, δευτερογενής αγορά, δυσκολίες και εναλλακτικές
Οι όροι θα είναι ίδιοι με αυτούς που ίσχυσαν και φέτος δηλαδή τοποθετήσεις μέχρι και 15.000 ανά ΑΦΜ. Η συμμετοχή στη διαδικασία της δημοπρασίας για να αποκτήσει τίτλους του Δημοσίου μπορεί να γίνει μέσω της τράπεζας που χρησιμοποιεί ο καταθέτης. Θα πρέπει, δηλαδή, ο ενδιαφερόμενος να υπογράψει μια συμφωνία MIFID, ενός κειμένου που θα αναβαθμίζει τον καταθέτη σε επενδυτή, καθώς και τα έντοκα του Δημοσίου όπως και τα ομόλογα, παρότι στη λήξη τους έχουν εγγυημένο κεφάλαιο και απόδοση, θεωρούνται επενδυτικά προϊόντα.
Ιδιες είναι οι διαδικασίες και για την τοποθέτηση σε ομόλογα του Δ δημοσίου. Η διαφορά είναι ότι λόγω επιλογής η κυβέρνηση έχει περιορίσει τις εκδόσεις «λαϊκών ομολόγων» στα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου χωρίς να έχει προς το παρόν την πρόθεση να εκδώσει ομόλογα τα οποία θα διατεθούν στο ευρύ κοινό. Αν κάποιος έχει διαθέσιμα 15.000 ή και παραπάνω, μπορεί να αγοράσει ομόλογα απευθείας από τις τράπεζες μέσω της λεγόμενης δευτερογενούς αγοράς.
Αντί δηλαδή να αγοράσει ομόλογα απευθείας από το κράτος μέσω κάποιας δημοπρασίας θα μπορεί να πάει στην τράπεζα που συνεργάζεται και να ζητήσει να αγοράσει κάποιο συγκριμένο ομόλογο ή γενικά ομόλογα του Δ δημοσίου. Από εκεί και πέρα εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα της τράπεζας αν θα πουλήσει ή όχι. Σε αυτή την περίπτωση ο καταθέτης-υποψήφιος επενδυτής θα πρέπει να υπολογίσει στην απόδοση του πρώτου χρόνου και την προμήθεια πώλησης που θα τον χρεώσει η τράπεζα από την οποία θα αγοράσει τους τίτλους.
Ωστόσο, η αγορά ομολόγων είναι πιο δύσκολη για τους μικροκαταθέτες. Τα διαθέσιμα ομόλογα είναι λίγα και οι θεσμικοί επενδυτές προηγούνται στις πωλήσεις. Μετά την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα οι ίδιες οι εμπορικές τράπεζες δεν θα είναι τόσο πρόθυμες να διαθέσουν ομόλογα καθώς διατηρούν ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο τίτλων του Δημοσίου τα οποία δίνουν ως εγγυήσεις για τον δικό τους δανεισμό από την ΕΚΤ. Εναλλακτική για τους τολμηρούς είναι οι χρηματιστηριακές εταιρίες οι οποίες επίσης διαθέτουν και εμπορεύονται ομόλογα του Δημοσίου.
Πηγή eleftherostypos.gr