Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Γιώργος Ευγενίδης
Η πρόσκληση είναι για τις 17:00, πλην όμως, Έλληνες όντες, καθυστερούμε λίγο. Βέβαια, το πρόγραμμα του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου είναι αρκετά σφιχτό, γι’αυτό και κάποια στιγμή τηλεφωνεί στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ιωαννίνων Μάξιμο, συνεργάτη του, που τον συνοδεύει, για να δει, αν όντως ερχόμαστε. Ο Αρχιεπίσκοπος μας υποδέχεται στο λιτό σαλόνι του ξενοδοχείου που διαμένει, στην περιοχή κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο της Γερμανίας. Μπροστά του, ένας μισοτελειωμένος καφές και μας περιμένει όλους να καθίσουμε. Συστηνόμαστε και ξεκινάμε.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είναι ένας άνθρωπος που δύσκολα υψώνει τη φωνή του. Έχει όμως έναν τρόπο να λέει σημαντικά πράγματα, με έναν μειλίχιο και πράο τόνο. Επισκέπτεται τη Γερμανία και κάνει μια στάση και στο Βερολίνο, όπως είναι φυσικό, κατόπιν πρόσκλησης του Γερμανού ΥΠΕΞ Φράνκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, με τον οποίο θα συζητήσουν για τη δημιουργία ενός κέντρου νεολαίας Ελλάδας-Γερμανίας, κατά τα πρότυπα του αντίστοιχου γερμανογαλλικού ιδρύματος, κάτι που είχε συνομολογηθεί από τους κ.κ. Γκάουκ και Παπούλια το 2014 και το οποίο όμως έχει σκαλώσει στις μυλόπετρες. Ο κ. Ιερώνυμος δεν μπαίνει σε περισσότερες λεπτομέρειες, άλλωστε η ιδέα βρίσκεται σε προπαρασκευαστικό στάδιο. Με τον κ. Στάινμαϊερ θα συζητήσει και για το προσφυγικό. Ούτως ή άλλως, όπως ο ίδιος λέει, «αν είναι κάποιος που εργάζεται για τους πρόσφυγες, αυτή είναι η εκκλησία».
Ο Αρχιεπίσκοπος στέκεται και στο ζήτημα του φιλανθρωπικού έργου της εκκλησίας. 53.000 άνθρωποι καθημερινά παίρνουν ένα πιάτο ζεστό φαγητό από την εκκλησία, ενώ παράλληλα, με τη βοήθεια των ΕΛΤΑ, μοιράζονται και χιλιάδες δέματα με αγαθά σε διάφορες οικογένειες που έχουν μεγάλη ανάγκη. Η κρίση έχει εκτοξεύσει τους αριθμούς των απόρων και των οικονομικά αδυνάτων και το κράτος αδυνατεί να συνδράμει την εκκλησία. Ο κ. Ιερώνυμος έχει εξήγηση για το φαινόμενο αυτό. «Εμείς έχουμε έτοιμες δομές», λέει και εκτιμά πως «το θέμα είναι να κάνεις αγάπη, όχι να μιλάς μόνο για την αγάπη». Αυτό είναι και το μήνυμα που κομίζει για το προσφυγικό. «Δεν μπορεί αυτοί που βομβαρδίζουν να λένε «κλείνουμε τις πόρτες», τονίζει και φοβάται, μήπως συνέπεια της ασκούμενης πολιτικής είναι να οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που διέρχονται από την Ελλάδα, να εγκλωβιστούν σε αυτή.
Από τη στιγμή που εξελέγη, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εμφανίστηκε ως ένας ιεράρχης διαφορετικής κοπής από τον προκάτοχό του. Δεν αποζητά το φακό και τη δημοσιότητα, γνωρίζει πως ο ρόλος του έχει και πολιτικές επεκτάσεις, πλην όμως επιλέγει να μην δρα ως πολιτικός. Ερωτάται για το ζήτημα των σχέσεων εκκλησίας-κράτους. Προβλέπει πως η ρύθμιση του ζητήματος δεν είναι κοντά, ενώ εξηγεί πως, στο πλαίσιο μιας τέτοιας ρύθμισης, θα έπρεπε να προβλέπεται και ελευθερία για τις κινήσεις τις εκκλησίας, όπως, επί παραδείγματι, αυτονομία στη θρησκευτική εκπαίδευση (θεολογικές και ιερατικές σχολές). Πάντως, ο Αρχιεπίσκοπος έχει βρει κώδικα επικοινωνίας με τον πρωθυπουργό από παλιότερα. Έχουν μάλιστα συμφωνήσει τα κοινά ζητήματα να επιλύονται με συνεννόηση, κάτι που δεν έγινε φερ ειπείν με τις πρόσφατες δηλώσεις του Νίκου Φίλη ή της Σίας Αναγνωστοπούλου για τη διδασκαλία των θρησκευτικών. Αλλά, επί του ζητήματος δεν θέλει να επεκταθεί.
«Συζητώ με όλα τα πολιτικά πρόσωπα» απαντά στην ερώτησή μας, αναφορικά με το, αν ο δίαυλος επικοινωνίας που έχει με τον πρωθυπουργό, βοηθά στο να στηρίξει η πολιτεία τις δράσεις της εκκλησίας, τόσο στο προσφυγικό όσο και στο φιλανθρωπικό σκέλος. «Το ενδιαφέρον μας συμπίπτει εκ των πραγμάτων», αναφέρει και εξηγεί πως είχε αναφέρει, ήδη από τον Σεπτέμβριο, πως οι πολιτικοί πρέπει να διερωτηθούν, αν αγαπούν περισσότερο το κόμμα ή την πατρίδα. Η πόρτα του είναι ανοιχτή για όλους τους πολιτικούς, ενώ και ο ίδιος αναφέρεται στην επίσκεψη που του έκανε ο Δημήτρης Κουτσούμπας, όπου, παρά τις διαφωνίες τους, είχαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. «Σας έχει χτυπήσει και ο Νίκος Μιχαλολιάκος την πόρτα;», προβοκάρουμε εμείς, μιας και ήδη έχει ανοίξει η συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή. Ο Αρχιεπίσκοπος απαντά αρνητικά και λέει πως «η εκκλησία δεν χρειάζεται κανένα δεκανίκι», αναφερόμενος σε προσπάθειες των χρυσαυγιτών να καπελώσουν τις δράσεις της εκκλησίας. «Αν έρθουν στο γραφείο μου, θα τους πω την άποψή μου, πως κάθε άνθρωπος είναι σεβαστός» σημειώνει χαρακτηριστικά, ενώ, όταν ερωτάται για το φλερτ κάποιων ιερωμένων με τη Χρυσή Αυγή, απαντά παραβολικά: «Έρχονται και Ιουδαίοι στην εκκλησία», τονίζει και εξηγεί πως υπάρχουν και αυτοί οι ιερωμένοι.
Σε κάποιο σημείο, αναφερόμενος στις δύσκολες σχέσεις των ιερωμένων με τους πολιτικούς, ο κ. Ιερώνυμος θυμάται μια παλιά ιστορία, από την εποχή που ήταν ακόμα συνεργάτης του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Τότε, είχε πάει να τον επισκεφτεί ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο οποίος δεν ήταν και ο πιο φιλικά διακείμενος προς την εκκλησία. Ο Σεραφείμ του απάντησε: «Αν κρίνω την πολιτεία σου, δεν έπρεπε να σε δεχτώ. Όντας Αρχιεπίσκοπος, όμως, σε προσκαλώ το βράδυ να φάμε μαζί». Αυτή η ιστορία καταδεικνύει και τον ιδιότυπο διχασμό του ανώτατου ιερωμένου: μπορεί να διατηρεί τις προσωπικές του απόψεις και ενίοτε να τις εκφράζει, πλην όμως δεν παύει να ενσαρκώνει και έναν ρόλο που υπερβαίνει το «εγώ» του.
Αφού μας έχει διαθέσει μία ώρα, ο Αρχιεπίσκοπος σηκώνεται για να κατευθυνθεί προς την ελληνική Πρεσβεία, όπου είναι καλεσμένος για δείπνο με τον πρέσβη της Ελλάδας στη Γερμανία κ. Θεόδωρο Δασκαρόλη. Τον συνοδεύει και μια εμβληματική φιγούρα της Ορθοδοξίας, ο Μητροπολίτης Γερμανίας Αυγουστίνος, ο οποίος εξακολουθεί να έχει την έδρα του στη Βόννη. Είναι πλέον 77 ετών, ίσως κάπως πιο αδύναμος σωματικά, πλην όμως εξαιρετικά διαυγής πνευματικά. Άλλωστε, διακατέχεται από μια ιδιότυπη νεανικότητα, απότοκο της πολύχρονης επαφής του με τους νέους ανθρώπους. «Νεολαία έχουμε πολλή, παπάδες δεν έχουμε πολλούς» θα πει σε κάποια αποστροφή του ο κ. Ιερώνυμος. Εννοεί πως νεολαία μεν υφίσταται, πλην όμως όλο και λιγότεροι ιερωμένοι ενσαρκώνουν αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως το ρόλο του «παπά», να γίνεται δηλαδή θυσία και όχι να διατηρεί δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο.
Ο ίδιος μπορεί να μην είναι και τόσο νέος πια, ίσως εκεί όμως εδράζεται και ένα μεγάλο στοίχημα για την παρακαταθήκη του: να καταστήσει και πάλι την εκκλησία ελκυστική για τους νέους ανθρώπους, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχειά της.