Όπως είναι εύλογο, η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης έχει προκαλέσει απανωτές συνέπειες σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας. Η αβεβαιότητα που επικρατεί στην αγορά προκαλεί νέα αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα καταγράφοντας μία όλο και μεγαλύτερη άνοδο στις εκροές των καταθέσεων.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Πιο συγκεκριμένα, ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζεται από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι η ρευστότητα των τραπεζών με τους οικονομικούς αναλυτές να ανεβάζουν τις εκροές των καταθέσεων από τις αρχές του έτους μέχρι τον Φεβρουάριο στα 3,2 δισ. ευρώ.
Σε διάστημα τριών μηνών έχουν φύγει περίπου 4 δις ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που μπήκαν στο σύστημα μετά τον Μάιο του 2016, όταν η Ελλάδα μπήκε στο τρίτο πρόγραμμα και έκλεισε την πρώτη αξιολόγηση.
Όσο και αν το φαινόμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει και εποχικό χαρακτήρα, δεν παύει να συνιστά μια εξέλιξη που αφενός υπερβαίνει συνήθεις εποχικές εκροές, αφετέρου σημειώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία η καθυστέρηση στην αξιολόγηση έβγαλε από το συρτάρι τη φιλολογία περί Grexit και δραχμής.
Παράλληλα, συνοδεύεται από διαπιστώσεις των τραπεζιτών οι οποίες συνδέουν την “ταυτότητα” των εκροών με την αβεβαιότητα που δημιούργησαν οι εκ νέου καθυστερήσεις, αναβιώνοντας μνήμες από την πρώτη αξιολόγηση.
Κατ’ αρχάς παρατηρήθηκε μια αύξηση στον μέσο όρο των αναλήψεων. Ειδικότερα, ενώ από τα 420 ευρώ που δικαιούται ο καταθέτης να κάνει ανάληψη σε εβδομαδιαία βάση παρατηρούνταν ένας μέσος όρος εβδομαδιαίας ανάληψης στα 200 ευρώ, τώρα αυτός ο μέσος όρος έχει ανέβει στα 330 ευρώ.
Οι κυριότερες, όμως, είναι δύο άλλες διαπιστώσεις των τραπεζών: αυτή της συμπεριφοράς του “νέου χρήματος” και αυτή της συμπεριφοράς μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν ρευστότητα σε τράπεζες στην Ελλάδα. Οι τελευταίες προχώρησαν σε αποπληρωμές δανείων χρησιμοποιώντας καταθέσεις τους στις τράπεζες, κάτι που είχε ως συνέπεια (αν και το χρήμα δεν βγήκε εκτός τραπεζών) να αποστερήσει τις τράπεζες από έσοδα προερχόμενα από τόκους.
Η παράμετρος αυτή δίνει τη διάσταση όχι μόνο της ρευστότητας που διαφεύγει πραγματικά από τις τράπεζες, αλλά και αυτήν της διαφυγούσας, δηλαδή ρευστότητας που υπολόγιζαν να έχουν οι τράπεζες και δεν έχουν.
Η βασικότερη διαφυγούσα ρευστότητα αφορά, βεβαίως, τις προσδοκίες για επιστροφή καταθέσεων υπό την προϋπόθεση ενός κλίματος σταθερότητας και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί, καθώς η επιστροφή των καταθέσεων κρίνεται και από άλλους παράγοντες, που ξεπερνούν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι το “νέο χρήμα”, δηλαδή το προερχόμενο από καταθέσεις που είτε βρίσκονταν στο εξωτερικό είτε κάτω από το στρώμα και επέστρεψαν στις τράπεζες, παραμένει εξαιρετικά ευαίσθητο στην αβεβαιότητα, εν προκειμένω από τις καθυστερήσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Το 30% του “νέου χρήματος” που είχε μπει στις τράπεζες από το φθινόπωρο του 2016 έχει κάνει “φτερά” από τα τέλη Δεκεμβρίου και κατευθύνεται ξανά σε αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων εξωτερικού.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες είχαν κάνει προσπάθεια να διατηρήσουν αυτές τις καταθέσεις, που επέστρεψαν στα τέλη του περασμένου έτους από επενδύσεις σε αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων εξωτερικού, που είχαν πλέον οριακά αρνητικές αποδόσεις. Για τον λόγο αυτό, στις νέες αυτές καταθέσεις οι τράπεζες πρόσφεραν αποδόσεις ακόμα και 1%, όταν οι καταθέσεις από “παλαιό χρήμα” έπαιρναν επιτόκιο της τάξεως του 0,60%.
Από την ενίσχυση της καταθετικής ρευστότητας των τραπεζών θα εξαρτηθεί και η περαιτέρω πορεία μείωσης της εξάρτησής τους από τον δανεισμό του Ευρωσυστήματος και την έκθεσή τους στον ακριβό ELA. Στη διάρκεια του 2016, οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν σημαντική μείωση της εξάρτησής τους από το Ευρωσύστημα, περιορίζοντάς την τον Δεκέμβριο του 2016 στα 66,6 δισ. ευρώ (μειωμένη κατά 47,3% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2015, στα 126,6 δισ. ευρώ, και κατά 38% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2015, στα 107,5 δισ. ευρώ).
Τέλος, η χρήση του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) περιορίστηκε τον Δεκέμβριο του 2016 σε 43,7 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 49% σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2015, στα 86,8 δισ. ευρώ, και κατά 37% ως προς τον Δεκέμβριο του 2015, στα 68,9 δισ. ευρώ.