Γράφει η Κυριακή Μυτιληνιού
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν ένα πεδίο συνεχούς αντιπαράθεσης και εχθρότητας. Η Τουρκία ήδη από το 1970 «απευθύνεται» στην Ελλάδα με μια συστηματική πολιτική αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων. Αυτού του είδους η πολιτική συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με κύριο εκφραστή τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρόεδρο της Τουρκίας.
Στις 1 Νοεμβρίου 1973 η Τουρκία αμφισβητεί το status quo του Αιγαίου και ξεκινάει τις πρώτες διεκδικήσεις σε βάρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Ένα χρόνο μετά, το 1974, η Τουρκία εισβάλει στην Κύπρο και κατακτά το βόρειο τμήμα της, μέχρι και σήμερα. Από τότε το Κυπριακό αποτελεί το επίκεντρο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μόνο μια συμβιβαστική λύση μπορεί να επιφέρει την ομαλοποίηση μεταξύ τους.
Η μεγάλη αυτή υπόθεση, το Κυπριακό, αναδύεται και πάλι στο επίκεντρο και συζητείται σε μια πενταμερή διάσκεψη στην Γενεύη. Την συνάντηση αυτή την επιθυμούσαν και οι δύο πλευρές. Ο κ. Αναστασιάδης πίστευε πως τα κέρδη από αυτή την συνάντηση θα ήταν περισσότερα από τις απώλειες. Βέβαια, απώλειες είχαν και οι δύο πλευρές.
Από την μεριά της Τουρκίας υπήρχε έντονος εκνευρισμός, στοιχείο που αναγνωρίζεται και από τις δηλώσεις του κ. Τσαβούσογλου, μετά την λήξη της διάσκεψης. Ένας από τους λόγους που προκάλεσε αυτό τον εκνευρισμό, ήταν και το γεγονός πως ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, κ. Τσαβούσογλου, αναγκάστηκε να καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να διαπραγματευθεί με τον Πρόεδρο της Κύπρου, κ. Αναστασιάδη.
Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι πως οι Τούρκοι θεωρούν παράνομη την Κυπριακή Δημοκρατία, άρα και παράνομους τους προέδρους της. Βέβαια το γεγονός αυτό λήφθηκε υπόψιν και στην διάρκεια της συνδιάσκεψης τίτλο κατείχε μόνο ο Γενικός Γραμματέας, οι υπόλοιποι ήταν ‘αυτού εξοχότητες’.
Η παρουσία του κ. Γιούνκερ στην διάσκεψη, ως παρατηρητής – ενδιαφερόμενο μέλος, ενέτεινε τον εκνευρισμό του κ. Τσαβούσογλου, καθώς ο ίδιος δεν επιθυμεί την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κ. Γιούνκερ, από την μεριά του, δήλωσε πως υπάρχει λόγος που βρίσκεται στην διάσκεψη και θα συνεχίσει να ασχολείται επί του θέματος, καθώς η Κύπρος αποτελεί μέλος της Ε.Ε.
Το φραστικό επεισόδιο που ακολούθησε μεταξύ του κ. Γιούνκερ και Τσαβούσολου, επικυρώνει τον εκνευρισμό που κυριαρχούσε από την πλευρά της Τουρκίας. Επιπροσθέτως, ο έντονος χαρακτήρας του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, ο οποίος μόνο απαιτούσε και στην ουσία δεν πρότεινε κάτι συγκεκριμένο, απομάκρυνε τον στόχο του μεγάλου συμβιβασμού ή έστω την έναρξη μιας διαπραγματευτικής συζήτησης.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, ο κ. Κοτζιάς, με την δυναμική του παρουσία, όχι μόνο υποστήριξε τον κ. Αναστασιάδη, αλλά κατεύθυνε την συζήτηση προς πιο διαπραγματευτικό επίπεδο. Το σχέδιο του να ανακοινώσει πως η Ελλάδα αποσύρει τις εγγυήσεις, ανάγκασε την Βρετανία να δεχθεί και αυτή την πρόταση, προσπαθώντας να τερματίσει το καθεστώς των εγγυήσεων. Στον αντίποδα η Τουρκία δήλωσε πως δεν αποχωρεί από την Κύπρο, δυσχεραίνοντας την κατάσταση και προκάλεσε αδιέξοδο στην συζήτηση.
Η σκληρή στάση του κ. Ερντογαν καταδεικνύει πως δεν θα υπάρξει διαπραγμάτευση για τα στρατεύματα, επομένως περαιτέρω συζητήσεις μπορεί να αποτελέσουν άγονη προσπάθεια. Η Τουρκία θα παραμείνει στην σκληρή πολιτική της με τα έντονα στοιχεία εκφοβισμού, γιατί αυτό που θέλει να επιτύχει, δεν συμπεριλαμβάνει την απώλεια ελέγχου της Κύπρου.