Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται, στο όνομα των μνημονίων διαπράττονται τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα. Όπως για παράδειγμα αυτό που έχει ξεκινήσει αλλά ευτυχώς δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και αφορά στην επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του διεθνούς αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος για ακόμη 20 χρόνια, έως το 2046 -από το 2026 που έληγε η αρχική- έναντι του εξαιρετικά χαμηλού τιμήματος των περίπου 24 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο. Ποσό εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με τα σημερινά κέρδη του αεροδρομίου (το 2016 ξεπέρασαν τα 130 εκατομμύρια ευρώ), αλλά και τις προοπτικές που, όπως όλα δείχνουν είναι ακόμη μεγαλύτερες.
Το ελληνικό δημόσιο ουσιαστικά διατηρεί ακόμη και σήμερα το 55% των μετοχών του αεροδρομίου αν και τυπικά κατέχει μόλις το 25%, καθώς το υπόλοιπο 30% έχει παραχωρηθεί στο ΤΑΙΠΕΔ με την προοπτική της πώλησής του.
Το υπόλοιπό ποσοστό 40% και το management ανήκει στο καναδικό fund PSP (το αγόρασε από την κατασκευάστρια εταιρεία Hochtief). Το μετοχικό κεφάλαιο συμπληρώνεται με το 5% που ανήκει στον όμιλο Κοπελούζου.
Τον Σεπτέμβριο του 2017, παρά τις διαμαρτυρίες για τη διαδικασία (χωρίς διαγωνισμό) και το μειωμένο τίμημα, το ΤΑΙΠΕΔ και η κυβέρνηση υπέγραψαν την παράταση της σύμβασης για 20 χρόνια. Κάτι που ουσιαστικά δημιουργεί τετελεσμένα και για την πώληση του υπόλοιπου 30%, όταν και εφόσον η σύμβαση παράτασης εγκριθεί από τις υπηρεσίες της Κομισιόν και υπερψηφιστεί από τη Βουλή.
Συνολικά, με την παράταση της σύμβασης η οποία θα διαρκέσει έως τις 11 Ιουνίου 2046, το προσφερόμενο συνολικό τίμημα από την εταιρεία «Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών» ανέρχεται σε 600 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ. Άρα, το καθαρό έσοδο ανέρχεται σε 483,87 εκατ. ευρώ, περίπου 24 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο.
Με τον τρόπο αυτό πολλοί παράγοντες της αγοράς εκφράζουν την άποψη ότι το επιπλέον ποσοστό… οδηγείται και αυτό στα χέρια των Καναδών καθώς είναι δύσκολο να βρεθεί αξιόπιστος επενδυτής που θα προσφέρει μεγάλο τίμημα για ένα αεροδρόμιο στο οποίο δεν θα έχει λόγο στη διοίκηση. Και έτσι, τίθεται εν αμφιβόλω η διατυπωμένη άποψη του ΤΑΙΠΕΔ ότι αναμένει ποσό άνω του 1 δισ. ευρώ για το 30%.
Πολλοί έως τώρα έχουν εκφραστεί κατά της παράτασης της σύμβασης. Χαρακτηριστικότερη όμως ήταν η άποψη που είχε διατυπώσει ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας Αερολιμήν Αθηνών, που εκμεταλλεύεται το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο κ. Ρουμελιώτης, που είχε τοποθετηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση και στη συνέχεια παραιτήθηκε, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΥΡΙΖΑ, Στο Κόκκινο, χαρακτήρισε «σκάνδαλο», την τότε πρόθεση του ΤΑΙΠΕΔ να προχωρήσει από τώρα το ΤΑΙΠΕΔ σε 20ετή παράταση της σύμβασης παραχώρησης του αεροδρομίου, η οποία λήγει το 2026.
Παρ’ όλα αυτά η ανακοίνωση της παράτασης υπεγράφη περίπου «νύχτα» χωρίς να εκδοθεί σχετική ανακοίνωση ούτε από το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων (ΤΑΙΠΕΔ) ούτε από έναν εκ των πέντε υπουργών, οι οποίοι βάζουν τις υπογραφές τους και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με συνοπτικές διαδικασίες.
Ίσως, μάλιστα, αυτό δεν είναι άσχετο για το γεγονός ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν δεν έχουν εγκρίνει ακόμη τη συμφωνία όταν το ΤΑΙΠΕΔ υπολόγιζε ότι ήδη μέσα στο 2017 θα είναι εισπράξει τουλάχιστον το μισό από το συνολικό τίμημα της συμφωνίας. Και δεν είναι επίσης άσχετο το γεγονός ότι αυτές τις ημέρες θα μεταβούν στις Βρυξέλλες μέλη της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ προκειμένου να συναντήσουν αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού (DG Com) και Μεταφορών (DG Move).
Και για όσους σπεύσουν να υποστηρίξουν ότι η παράταση της σύμβασης αποτελούσε επιλογή – μονόδρομο, η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Η κυβέρνηση αντί να επικαλείται τη μνημονιακή υποχρέωση για να παραδώσει τη διοίκηση και τα κέρδη του αεροδρομίου σε ένα καναδικό fund συνταξιούχων είχε να διαλέξει τουλάχιστον δύο εναλλακτικούς -και επικερδέστερους για την εθνική οικονομία- δρόμους.
Ο πρώτος, να μην κάνει αυτή τη στιγμή καμία ενέργεια και έτσι στο τέλος του 2026 να βρεθεί με το 100% του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος στα χέρια της. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η Ελλάδα, θα μπορούσε τότε να διαπραγματευθεί με λυμένα τα χέρια την εξ υπαρχής σύμβαση παραχώρησης μέρους ή όλου του αεροδρομίου, κερδίζοντας πολύ περισσότερα από τα 24 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο για τα οποία συμφώνησε προκαταβολικά, εννιά χρόνια πριν τη λήξη της αρχικής σύμβασης.
Ο δεύτερος, να ξεκινήσει τις διαδικασίες προκειμένου να σπάσει τη σύμβαση που ισχύει σήμερα, αποζημιώνοντας μάλιστα τους μετόχους που αποτελούν τη μειοψηφία. Με δεδομένο ότι τα χρόνια που απομένουν είναι λίγα πλέον, το ποσό της αποζημίωσης θα είναι απείρως μικρότερο από τα κέρδη που θα είχε η εκ νέου διενέργεια διεθνούς διαγωνισμού για την εκμετάλλευση ενός αεροδρομίου ανερχόμενου και εξαιρετικά κερδοφόρου.
Μάλιστα, το γεγονός ότι οι διαδικασίες δεν μπορούν να ολοκληρωθούν πριν από 1,5 – 2 χρόνια, η όποια αποζημίωση συμφωνηθεί θα δοθεί τότε, άρα θα είναι ακόμη μικρότερη.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι όποια από τις δύο αυτές περιπτώσεις κι αν είχε επιλεγεί τα ποσά που θα έμπαιναν στα κρατικά ταμεία και στους λογαριασμούς των αποκρατικοποιήσεων θα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερα.
Όταν μάλιστα το ίδιο το ΤΑΙΠΕΔ υπολογίζει 1 δισ. για το ποσοστό του 30% που δεν θα έχει μάλιστα και ουσιαστική παρέμβαση στη διοίκηση εύκολα θα μπορούσε να υπολογιστεί πόσο θα ήταν το τίμημα για το 75% ή και το 100% σε ένα νέο καθαρό διαγωνισμό όταν ο πλειοδότης θα μπορούσε από την αρχή και με καθαρό ορίζοντα να σχεδιάσει τη στρατηγική ανάπτυξης του αεροδρομίου.