Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Είναι απορίας άξιον πώς το Μέγαρο Μαξίμου κάνει τόσες φορές λάθος υπολογισμούς ως προς τον συσχετισμό δύναμης που διαμορφώνει και τις ουσιαστικές αποφάσεις σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρόγραμμα. Και, τώρα που επιτέλους ερχόμαστε κοντά στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, είναι ίσως καιρός να συζητηθεί και αυτό λίγο πιο αναλυτικά.
Δείτε για παράδειγμα πώς λειτουργεί η κυβερνητική μηχανή, όποτε λέει κάτι θετικό, για παράδειγμα ο Πιερ Μοσκοβισί. Αρχίζουν οι σχεδόν πανηγυρικές διαρροές, ο Επίτροπος παρουσιάζεται ως καθοριστικής συμβουλής και άλλα τινά. Η εικόνα ξεθωριάζει όσο πηγαίνουμε πιο κοντά στην ώρα των αποφάσεων: ο Μοσκοβισί στρογγυλεύει τις γωνίες και εναρμονίζεται με το κοινό μήνυμα και το Μαξίμου μπαίνει σε κατάσταση διαχείρισης κρίσεων.
Ένα ακόμα παράδειγμα της κυβερνητικής υπεραισιοδοξίας είναι η υπόθεση του χρέους. Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος ορμήνεψε το Μαξίμου να σηκώσει τόσο ψηλά το θέμα του χρέους και να παρουσιάσει λίγο έως πολύ ως τελειωμένο. Ξέρω, όμως, ότι άκουσα υψηλόβαθμο κυβερνητικό αξιωματούχο σε άτυπο briefing στις Βρυξέλλες να λέει ότι αυτό ήταν λάθος, πως καμία ρύθμιση για το χρέος δεν ήταν δεδομένη, και πως τα περί γραβάτας ήταν «γραφικότητες». Διότι, προσέξτε, όταν λέμε μεγάλα λόγια, οι ξένοι μας ακούνε και το καταγράφουν.
Κάπως έτσι, η κυβέρνηση προσπαθεί πάντα να διαμορφώνει ένα θετικό αφήγημα, να πείσει πολίτες και βουλευτές πως όλα πάνε καλά. Πλην όμως, δεν πάνε. Ή τουλάχιστον, δεν πάνε τόσο καλά όσο θα ήθελε να τα παρουσιάζει η κυβέρνηση. Και αυτό είναι ένα πρώτης τάξεως πολιτικό πρόβλημα: όταν βάζεις έναν πήχυ και περνάς διαρκώς από κάτω, τότε είσαι έκθετος. Το θυμάμαι από το πότε ήλπιζε το Μαξίμου ότι θα κλείσει η αξιολόγηση. Θυμάμαι ότι ήδη από τον Δεκέμβριο λέγαμε πως μπορούσε να κλείσει και κοντεύουμε να φτάσουμε στον Ιούλιο. Άλλοι έξι μήνες στον κουβά. Και, δεν είναι φυσικά πως φταίει μόνο η κυβέρνηση για την καθυστέρηση. Φταίει σαφέστατα το ΔΝΤ με την αναποφασιστικότητά του και φταίνε και οι Ευρωπαίοι που σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουν πλέον το ελληνικό ζήτημα με όρους καθαρού πολιτικού υπολογισμού. Αλλά, η επικοινωνιακή διαχείριση και άρα η καλλιέργεια της υπεραισιοδοξίας είναι αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης.
Είναι σαφές πως υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να μας βοηθήσουν, όχι γιατί είναι φιλεύσπλαχνοι ή φιλέλληνες με την παλιά έννοια, αλλά γιατί αυτό εντάσσεται στην πολιτική τους στρατηγική ή και κοσμοθεωρία. Το πρόβλημα είναι ότι, στον συσχετισμό δυνάμεων, αυτοί δεν είναι ασήμαντοι, αλλά δεν είναι και αυτοί που έχουν τον τελευταίο λόγο. Κι όμως, εμείς εξακολουθούμε να ακούμε τους ευχάριστους, αυτούς που εξωραΐζουν την εικόνα και παρουσιάζουν τις προοπτικές καλύτερες απ’ ότι πραγματικά είναι. «Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει τα νέα», τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο «Άγγελος εξάγγελος». Κάτι παρόμοιο μοιάζει να συμβαίνει και με την κυβέρνηση.
Κρατήστε και κάτι ακόμα: άνθρωποι που ασχολούνται με το ελληνικό πρόγραμμα στις Βρυξέλλες, φοβούνται το ενδεχόμενο ο Σουλτς να μην είναι απαραίτητος στη Μέρκελ για κυβέρνηση και φοβούνται ακόμα περισσότερο το να κάνει η Μέρκελ κυβέρνηση με τους Φιλελεύθερους του Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι ο μόνος πολιτικός αρχηγός στη Γερμανία που μιλά εμμονικά σχεδόν για Grexit. Ευκόλως εννοούμενο το γιατί. Τουλάχιστον, το Μαξίμου σταμάτησε να ποντάρει σε νίκη του Σουλτς. Κάτι είναι και αυτό!