Του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου*
Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της έξαρσης κρουσμάτων κορωνοϊού προκαλεί πολλές και ποικίλες συζητήσεις, άλλες σοβαρές κι άλλες… κωμικοτραγικές.
Η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη έδειξε ότι μπορούσε να λειτουργήσει με συγκροτημένο σχέδιο, σεμνότητα και ιδιαίτερη προσοχή, ενώ η αντιπολίτευση έδειξε ότι μπορεί να συναινέσει σε σημαντικά θέματα εθνικού χαρακτήρα. Ο φόβος για νέα λουκέτα σε μικρομεσαίες επισχειρήσεις, αλλά και ο εντεινόμενος θόρυβος για απολύσεις εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα όμως, φωτίζει ένα μείζον πρόβλημα που δεν έχει καταφέρει να λύσει η πολιτική, όσο κι αν θεωρείται η τέχνη του εφικτού.
Ύστερα από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει μετέωρη, χωρίς συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο και χωρίς προοπτική. Από την πρώτη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό, ο βιοτεχνικός κόσμος και ειδικά το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιώς ζήτησαν τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την αντιπολίτευση να συμφωνήσουν και να ακολουθήσουν πρόγραμμα στήριξης της επιχειρηματικότητας.
Το διακύβευμα
Αυτό είναι το διακύβευμα για το μέλλον της εθνικής οικονομίας. Πέρα από τις πολύ σοβαρές προσπάθειες που έκαναν οι υπουργοί Οικονομικών κ.κ. Χρήστος Σταϊκούρας, Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, το πρόβλημα δεν λύθηκε. Η αγορά ζητεί περισσότερο από ποτέ να υπάρξει εθνική συνεννόηση και στρατηγική σχετικά με το πώς φανταζόμαστε την οικονομική και παραγωγική προοπτική της πατρίδας μας.
Το αφήγημα που ήθελε την Ελλάδα να μετατρέπεται στο εξοχικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν φαίνεται να πείθει. Είναι ένας μύθος που μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη από τον κορωνοϊό. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για τα “rooms to let” της συμφοράς, τις κακές υπηρεσίες, την αγένεια και τον ερασιτεχνισμό που διαπιστώνουν πανεύκολα ξένοι δημοσιογράφοι που θέλουν να ασκήσουν κριτική ή και να διοχετεύσουν τουριστικές ροές σε άλλες πιο «οικονομικές» χώρες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος ή ακόμα και η Αλβανία.
Ο πολιτικός κόσμος πρέπει να σκεφθεί πολύ σοβαρά την επισήμανση που κάνει ως εκπρόσωπος 15 χιλιάδων ενεργών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα ο Πρόεδρος του ΒΕΠ κ. Ανδριανός Μιχάλαρος όταν μιλά για επαναπροσδιορισμό των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας στους δύο βασικούς τομείς της εθνικής οικονομίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στόχος είναι η αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών όπως η υγειονομική κρίση που προέκυψε από τον κορωνοϊό, επομένως θα πρέπει να εξετασθεί σοβαρά το ενδεχόμενο να ενισχυθούν δραστηριότητες και επαγγέλματα που θα βοηθήσουν την Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας να έχει επάρκεια προϊόντων.
Ελλείψεις, ακρίβεια, πείνα
Στη διάρκεια της «καραντίνας» μπορεί να μη διαπιστώσαμε ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ αλλά συν τω χρόνω νοιώσαμε την απώλεια περισσότερων χρημάτων από το πορτοφόλι μας για μια σειρά προϊόντων άμεσης και καθημερινής ανάγκης.
Σε σύντομο χρόνο θα διαπιστώσουμε ελλείψεις εποχικών προϊόντων, όπως λ.χ. φράουλας, κερασιών και βερύκοκου, όχι επειδή δεν καρποφόρησαν τα δέντρα αλλά διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι εγχώριοι εργάτες. Οι άνεργοι, οι άεργοι, οι επιδοματούχοι προτιμούν τις δουλειές του ποδαριού. Ωστόσο η ζημιά στην οικονομία και στην παραγωγή δεν θα αναπληρωθεί εύκολα αλλά θα επιτείνει την ύφεση.
Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε ότι σε βιοτεχνίες και σε βασικά τεχνικά επαγγέλματα υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις και γήρανση του προσωπικού, το οποίο δεν αναπληρώνεται όσες διαβεβαιώσεις κάνουν οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας και υπεύθυνοι επαγγελματικού προσανατολισμού.
Όσο δεν προσπαθούμε να καταλήξουμε σε μια συγκεκριμένη στρατηγική για την εγχώρια παραγωγή και την ανασυγκρότηση της ελληνικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, θα παραμένουμε φτωχοί συγγενείς εκείνων που μετέχουν στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και γείτονες χωρών που μας αντιμετώπιζαν με δέος στη δεκαετία του 1990, με φθόνο στη δεκαετία του 2000, με ανταγωνιστικές διαθέσεις στη δεκαετία του 2010 και ίσως με τάσεις απαξίωσης στη δεκαετία που διάγουμε.
Σε μια χώρα που δεν έχουμε βιομηχανία, ας ακούσουμε τους βιοτέχνες και τους επαγγελματίες που κράτησαν όρθιο τον ιδιωτικό τομέα μέσα στην κρίση. Ίσως μάθουμε από τις «ιστορίες επιτυχίας» τους και πιθανώς τους βοηθήσουμε για να ξεπεράσουμε ουσιαστικά τη θηλειά και τις υποθήκες των μνημονίων που μας βαρύνουν και θα μας βαρύνουν για πολλά χρόνια ακόμα.
*Γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά, αν και το μυαλό του είναι μονίμως στον οικουμενικό Ελληνισμό, στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη και στα βυζαντινά ίχνη της καταγωγής του.
Σπούδασε Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στην Αθήνα. Δημοσιογραφεί από το 1992 σε εφημερίδες και περιοδικά, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο έχοντας περάσει από κάθε βαθμίδα της ιεραρχίας από ρεπόρτερ μέχρι Γενικός Διευθυντής. Έχει διατελέσει Ειδικός Σύμβουλος στο Δήμο Πειραιώς, Υπεύθυνος Επικοινωνίας & ΜΜΕ στο ΒΕΠ και Διευθυντής Ενημέρωσης στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Έχει γράψει το οικονομικό εγχειρίδιο «Ευρωπαϊκοί Ορίζοντες», έχει επιμεληθεί δύο ιστορικές εκδόσεις κι έχει γράψει δύο δημοσιογραφικά εγχειρίδια.
Ομιλεί (αρχαία και νέα) ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και ελάχιστα τουρκικά. Είναι τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ενώσεως Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Έχει διδάξει Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Επικοινωνία σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές