Επιστήμονες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ανακάλυψαν, με τη βοήθεια τωνδορυφόρων, χιλιάδες άγνωστα έως τώρα υποθαλάσσια βουνά και ηφαίστεια ύψους τουλάχιστον ενάμισι χιλιομέτρου, τα οποία είναι διάσπαρτα στους βυθούς των ωκεανώντου πλανήτη μας.
Η χαρτογράφηση δεν έχει ολοκληρωθεί και στην πορεία αναμένεταινα αποκαλύψει χιλιάδες ακόμη βυθισμένα βουνά και ηφαίστεια, πολλά από τα οποίαδεν είναι ορατά, επειδή καλύπτονται από διαδοχικά στρώματα ιζημάτων. Μέχρι σήμερα περίπου το 90% των βυθών παραμένει αχαρτογράφητο.
Οι ερευνητές από διάφορες χώρες, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Σάντγουελ του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας Scripps του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια – ΣανΝτιέγκο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα μετο BBC, το πρακτορείο Ρόιτερς και το “Nature”, ανέφεραν ότι μέχρι τώρα ταδορυφορικά ραντάρ δεν μπορούσαν να «πιάσουν» μέσα στη θάλασσα βουνάχαμηλότερα των δύο χιλιομέτρων – και έτσι είχαν βρεθεί μέχρι σήμερα περίπου 5.000 τέτοιες κορυφές.
Όμως, χάρη στη βελτίωση της δορυφορικής τεχνολογίας, είναιδυνατός πλέον ο εντοπισμός και χαμηλότερων βουνών, ύψους τουλάχιστον ενάμισιχιλιομέτρου, πράγμα που αναμένεται να επιτρέψει την ανίχνευση άλλων 20.000 έως25.000 υποθαλάσσιων βουνών.
Η καλύτερη γνώση σχετικά με το πού υπάρχουν υποθαλάσσια βουνά, βοηθά τόσοστην καλύτερη προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, όσο και στην πιοαποτελεσματική αλιεία. Επίσης συμβάλλει στη βελτιωμένη κατανόηση των θαλάσσιωνρευμάτων και συνεπώς των κλιματικών μεταβολών, καθώς επίσης στην παροχή νέωνχρήσιμων γεωφυσικών στοιχείων σχετικά με τις περιοχές του βυθού, όπου οι τεκτονικέςπλάκες συγκρούονται ή απομακρύνονται μεταξύ τους.
Οι στρατιωτικές και γεωλογικέςεφαρμογές (καλύτερη αναζήτηση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου)είναι δύο τομείς, όπου οι νέοι τοπογραφικοί χάρτες θα έχουν μεγάλη χρησιμότητα.
Καθώς το 71% της επιφάνειας της Γης καλύπτεται από θάλασσες, η γνώση τωνβυθών παραμένει ελλιπής, κάτι που φάνηκε και κατά την αποτυχία εύρεσης τουχαμένου αεροπλάνου ΜΗ370 της Malaysia Airlines. Το θαλασσινό αλμυρό νερόείναι αδιαφανές και στην περίπτωση των ωκεανών δεν είναι αποτελεσματικές οιδοκιμασμένες τεχνικές χαρτογράφησης, που είναι αποτελεσματικές στην ξηρά.
Η καταγραφή της μορφολογίας του βυθού με την τεχνική ηχοεντοπισμού (σόναρ)από πλοία επιτρέπει τη συλλογή πληροφοριών υψηλής ανάλυσης, αλλά με τον τρόποαυτό δεν έχει καλυφθεί ούτε το 10% των ωκεανών της Γης, καθώς μένουναχαρτογράφητες τεράστιες «τρύπες» των βυθών έκτασης εκατοντάδων χιλιομέτρων.«Ξέρουμε πολύ περισσότερα για την τοπογραφία του Άρη από ό,τι για το βυθό τηςΓης», δήλωσε ο γεωφυσικός Ντίτμαρ Μίλερ του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ.
Η ευκολότερη και φθηνότερη εναλλακτική λύση είναι η χαρτογράφηση από αέραμέσω δορυφόρων με τα κατάλληλα ραντάρ, που μετρούν τις διακυμάνσεις του γήινουβαρυτικού πεδίου. Αυτό έγινε σε ένα βαθμό στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 απότο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ (με τον δορυφόρο Geosat, τα στοιχεία του οποίουέπαψαν το 1995 να θεωρούνται στρατιωτικό μυστικό) και τον Ευρωπαϊκό ΟργανισμόΔιαστήματος (ESA). Το 1997 οι επιστήμονες, με επικεφαλής και τότε τον Σάντγουελ,είχαν δημιουργήσει τον πρώτο δορυφορικό τοπογραφικό χάρτη της Γης.
Ο νέος χάρτης είναι τουλάχιστον δύο φορές καλύτερος, επειδή συμπεριλαμβάνειστοιχεία και από άλλους δορυφόρους, τον γερασμένο αμερικανικό “Jason 1” (πρόσφατα τέθηκε εκτός λειτουργίας) και τον πολύ νεότερο ευρωπαϊκό Cryosat-2 (που τέθηκε σε τροχιά το 2010 και συνεχίζει να χαρτογραφεί), οι οποίοι έχουνκαλύτερη τεχνολογία ραντάρ. Όμως, όπως είπαν οι ερευνητές, ακόμα και με αυτέςτις νέες δυνατότητες, δεν θεωρείται ακόμη τεχνικά εφικτό να εντοπιστεί κάπου στονβυθό το άτυχο μαλαισιανό «τζάμπο».