Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Οι απόψεις του Βαγγέλη Μεϊμαράκη δεν είναι άγνωστες ούτε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ούτε για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τον χώρο της ΝΔ. Και δεν είναι μόνο ο κ. Μείμαράκης, είναι μια σειρά άλλων στελεχών που επιμένουν πως μπορεί και πρέπει να υπάρξει μια σύγκλιση του πολιτικού συστήματος σε ορισμένες βασικές γραμμές.
Αυτός ο συλλογισμός έχει μια βάση, αλλά και ένα κενό. Το βάσιμοι στοιχείο είναι πως, πράγματι, σε αυτή τη χώρα δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε για τα απολύτως θεμελιώδη. Πολλώ δε μάλλον τώρα που διαφαίνεται πως η χώρα δεσμεύεται σε ένα πολυετές πλαίσιο και άρα οι δεσμεύσεις είναι ίδιες για όλους, ροζ και γαλάζιους. Υπό αυτό το πρίσμα, καθόλου δεν θα έβλαπτε αν μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων υπήρχε μια στοιχειώδης συναντίληψη ως προς το πως μπορεί σε βασικά θέματα η χώρα να προχωρήσει μπροστά. Και αυτό όχι τώρα, αλλά από το 2010.
Και κάπου εδώ έρχεται το κενό: αυτή τη στιγμή, η συζήτηση περί συναίνεσης είναι άκαιρη. Συμφωνώ, μπορεί να είναι το δέον γενέσθαι, αλλά στην πολιτική δεν κινούμαστε πάντα με γνώμονα αυτό. Οφείλουμε ορισμένες φορές να είμαστε πιο ρεαλιστές και να αναγνωρίζουμε την πραγματική διάσταση των δεδομένων: δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να υπάρξει ουδεμία σύγκλιση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά κόμματα, με διαφορετική κοσμοθεωρία, διαφορετική προσέγγιση, διαφορετικές μεθόδους αντιμετώπισης καταστάσεων. Αν το ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ ήταν μια η μέρα με τη νύχτα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο δεκαπλάσιο.
Αυτοί οι δύο συνεπώς θα συνεννοηθούν μεταξύ τους; Ούτε είναι εφικτό, ούτε είναι απαραίτητο εδώ που φτάσαμε. Και το γράφει αυτός ένας φίλος και υποστηρικτής των συναινέσεων. Η χώρα δεν έχει καμία κουλτούρα συνεργασιών. Κάτι πήγε να γίνει την τριετία 2011-2014, αλλά και αυτό χάθηκε λόγω της διαμόρφωσης ενός νέου ισχυρού διπολισμού και της απροθυμίας των περιφερειακών παικτών να συμπράξουν αποκλειστικά με τον έναν ή με τον άλλο πόλο. Τώρα, την ώρα της κρίσης, την ώρα που η επιβίωση της χώρας παίζεται, δεν επιτρέπεται το ρίσκο με μια συναίνεση, η οποία μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο για λόγους τακτικισμού και μπορεί να μπλοκάρει εντελώς τον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Καλώς ή κακώς, η πολυθρύλητη συναίνεση έπρεπε να έχει λάβει χώρα το 2010. Τότε ήταν άλλα τα δεδομένα, άλλη η αντίληψη του κόσμου και άλλη η διάθεσή του να ακούσει. Μετά από επτά στείρα μνημονιακά χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία δεν καίγεται για συναινέσεις, ούτε τις ζητά επιτακτικά. Ζητά επιτέλους κάποιος να αναλάβει τις ευθύνες της διακυβέρνησης της χώρας με σοβαρότητα και να βγάλει τη χώρα από το τέλμα της στασιμοχρεοκοπίας, στο οποίο βρίσκεται.
Αυτή την ώρα, ένα πείραμα στου Κασίδη το κεφάλι με μια «κατά παραγγελία» συναίνεση, δεν θα ωφελήσει κανέναν. Ούτε τακτικά, ούτε επί της ουσίας. Συνεπώς, η συζήτηση είναι εκ του περισσού.
Υ.Γ. Αυτό που δεν είναι καθόλου εκ του περισσού, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη ΝΔ, είναι πως έχει γίνει μια προφανής κοιλιά, τόσο ως προς την αντιπολιτευτική στρατηγική όσο και ως προς την παραγωγή πολιτικού λόγου και τη διαμόρφωση του θετικού αφηγήματος του κόμματος. Να κάτι που θα μπορούσε να υποδείξει ο κ. Μεϊμαράκης, αν ήθελε, και η ηγεσία δεν θα μπορούσε εύκολα να παρακάμψει.