Τον «γόρδιο δεσμό» που δημιουργεί στις ετήσιες συμφωνίες προμηθευτών- λιανεμπόρων η εφαρμογή των νέων κυβερνητικών μέτρων κατά της ακρίβειας προσπαθεί να «λύσει», και όχι να «κόψει», η αγορά.
Η διατήρηση της ισορροπίας στην εύθραυστη -αλλά εξαρτημένη- σχέση των δύο πλευρών, προμηθευτών και λιανεμπόρων, είναι προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Τα νέα δεδομένα στην τιμολόγηση, στο πλαίσιο των νομοθετικών παρεμβάσεων, καθιστούν ακόμα πιο σκληρό το μπρα ντε φερ μεταξύ προμηθευτών και λιανεμπόρων, καθώς οι συνισταμένες των διαπραγματεύσεων έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με το ισχύον καθεστώς που εστίαζε «παραδοσιακά» στη διεύρυνση των εκατέρωθεν παροχών.
Κυρίαρχο ζήτημα που τίθεται επί τάπητος είναι ο τρόπος «διαμοιρασμού» των προωθητικών ενεργειών που θα επιλέξει έκαστη βιομηχανία προκειμένου να προχωρήσει στο υποχρεωτικό haircut έως 30% στις τιμές στο ράφι, που θα προκύψει από αντίστοιχο περιορισμό σε προσφορές και εκπτώσεις στους λιανεμπόρους. Μέχρι στιγμής, στις κατηγορίες στις οποίες είναι υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου, ήτοι απορρυπαντικά, καθαριστικά και είδη προσωπικής υγιεινής, το μέσο ποσοστό των περικοπών στις προσφορές από πλευράς βιομηχανίας διαμορφώνεται μεταξύ 15%-20%. Η εφαρμογή του μέτρου από 1ης Μαρτίου έχει ήδη «ανοίξει» δύο βασικά θέματα.
Διαχείριση αποθεμάτων
Το πρώτο αφορά τον τρόπο διαχείρισης των αποθεμάτων. Από πλευράς αλυσίδων ασκείται πίεση προς τους προμηθευτές να καλύψουν τη διαφορά της τιμής που προκύπτει, καθώς τα σούπερ μάρκετ μολονότι είχαν αγοράσει τα προϊόντα σε ακριβότερες τιμές, κλήθηκαν από 1ης Μαρτίου να τα διαθέσουν με χαμηλότερη τιμή στο ράφι. Όπως σημειώνουν στη «Ν» εκπρόσωποι της βιομηχανίας, «το θέμα της “αποζημίωσης” που ζητούν οι αλυσίδες για τη διάθεση των αποθεμάτων είναι πολύ σημαντικό, ενώ από πλευράς υπουργείου Ανάπτυξης δεν έχει δοθεί καμία διευκρίνιση. Οι νομοθέτες “νίπτουν τας χείρας τους” και η αγορά πρέπει να βρει μόνη της τη χρυσή τομή στη διαχείριση των αποθεμάτων. Η επιστροφή του “στοκ” και η επαναδιάθεσή του σε άλλη τιμή δεν έχει λογική, αντίθετα έχει επιπλέον περιττά μεταφορικά κόστη. Δεν φταίει η βιομηχανία που προχώρησε σε αναγκαστική μείωση αρχικής τιμής, ούτε τα σούπερ μάρκετ που επίσης υποχρεώθηκαν να μειώσουν κατ’ αναλογία την τελική τιμή στο ράφι».
Στον ίδιο άξονα κινείται και το δεύτερο «τεχνικό», όπως το χαρακτηρίζουν οι λιανέμποροι, ζήτημα, αυτό της διατήρησης του αξιακού κομματιού της ετήσιας έκπτωσης που «απολαμβάνουν» από τους προμηθευτές. Πιο συγκεκριμένα, όπως εξηγούν στη «Ν» στελέχη της οργανωμένης λιανικής, «το ποσοστό των παροχών υπολογίζεται πάνω στον τζίρο που κάνουμε σε τιμές που αγοράζουμε τα προϊόντα. Εάν π.χ. ο τζίρος είναι 1.000 ευρώ, με ένα 10% για την αλυσίδα, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον προμηθευτή, η ετήσια έκπτωση θα διαμορφωθεί σε πιστωτικό 100 ευρώ. Σημειώνεται ότι η έκπτωση αφορά όλο τον τζίρο, ανεξάρτητα εάν περιλάμβανε προωθητικές ενέργειες που είχαν αξία π.χ. 200 ευρώ. Με την αναγκαστική τροποποίηση των τιμοκαταλόγων σε αναλογία με την υποχώρηση των προσφορών, η ονομαστική αξία στα έσοδα θα υποχωρήσει π.χ. κατά 20% στα 800 ευρώ, με αποτέλεσμα το 10% πλέον της έκπτωσης να αφορά 80 ευρώ. Δεδομένου όμως ότι χωρίς προσφορές η μέση τελική τιμή επί της ουσίας διατηρείται η ίδια, τότε ο συνολικός τζίρος παραμένει σταθερός, συνεπώς πρέπει να διατηρηθεί ίδιο το αξιακό κομμάτι της ετήσιας έκπτωσης, εν προκειμένω στα 100 ευρώ».
Σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται οι λιανέμποροι να ζητήσουν από τους προμηθευτές να προχωρήσουν σε αύξηση του ποσοστού παροχών προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά.
Από την πλευρά τους εκπρόσωποι της βιομηχανίας αναφέρουν «επιδίωξη των λιανεμπόρων είναι να μη χάσουν στο ζύγι σε όλο το “αλισβερίσι” με τη μετακύλιση στην τελική τιμή της μείωσης του ποσοστού των προσφορών. Οι προμηθευτές καλούνται επί της ουσίας να αναπληρώσουν τη μείωση του μικρού περιθωρίου κέρδους των λιανεμπόρων που προκύπτει με την αναγκαστική αλλαγή στην τιμολόγηση».
Δύσκολη εξίσωση
Η κάλυψη της «διαφοράς» στο αξιακό κομμάτι της ετήσιας έκπτωσης προς τους λιανεμπόρους είναι μια ακόμα δύσκολη εξίσωση για τη βιομηχανία, η λύση της οποίας ενδέχεται ακόμα και να οδηγήσει σε νέες ανατιμήσεις σε ένα μέρος του κωδικολογίου -που δεν εμπίπτει στις κατηγορίες που προβλέπει το μέτρο περιορισμού των προωθητικών έως 30% προκειμένου να επιτευχθεί αντίστοιχη μετακύλιση στις τελικές τιμές- προκειμένου να ισοσκελιστεί το κόστος.
Ένα ακόμα μείζον ζήτημα -το οποίο ωστόσο βρίσκει και τις δύο πλευρές στον ίδιο παρονομαστή- είναι η ανησυχία που επικρατεί στην αγορά για το ενδεχόμενο να γίνουν λάθη στις καταγραφές τιμών, στο πλαίσιο των αναθεωρήσεων των τιμολογίων, που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων στις επιχειρήσεις. Το monitoring των προσφορών, των ανατιμήσεων, των υποτιμήσεων σε ένα περιβάλλον με «κλειδωμένα» περιθώρια κέρδους αποτελεί μια ασφυκτική συνθήκη τόσο για τη βιομηχανία όσο και για τις αλυσίδες που πρέπει να διαχειριστούν δεκάδες χιλιάδες κωδικούς σε καθημερινή βάση.
Οι εκτιμήσεις της αγοράς αναφέρουν ότι χρειάζεται τουλάχιστον ένα δίμηνο τόσο για την ομαλοποίηση στην εφαρμογή των μέτρων όσο κυρίως για να καταγραφούν ασφαλή συμπεράσματα για την «απόδοσή» τους στο καλάθι του νοικοκυριού.
«Οι προσφορές ήταν η καθημερινότητα. Η “αυτοδέσμευση” της αγοράς για περιορισμό των προσφορών θα έχει αντίκτυπο στην κατανάλωση, ενώ όλοι εκφράζουν έντονες επιφυλάξεις για το τελικό όφελος που θα έχει ο καταναλωτής από αυτές τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες», σημειώνουν στελέχη της βιομηχανίας, ενώ εκπρόσωποι των αλυσίδων προσθέτουν: «Η λογική των μέτρων είναι η εξής: μείωση τιμής και μείωση προσφορών που σε ετήσια βάση θα οδηγήσουν σε ίδιες μέσες τιμές. Η μείωση στις αρχικές τιμές θα οδηγήσει σε πτώση του κλαδικού πληθωρισμού -δεδομένου ότι η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν προσμετρά προωθητικές ενέργειες-, αλλά η υποχώρηση αυτή θα είναι στα χαρτιά, γιατί σε ετήσια βάση οι μέσες τιμές για τον καταναλωτή θα παραμείνουν ίδιες».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, όπως υποστηρίζουν τα ίδια στελέχη, αυτήν την περίοδο στο ράφι διατηρείται μια υψηλή ένταση στις προφορές, οι οποίες «επιδοτούνται» από την αγορά προκειμένου να μη γίνει απότομη η αλλαγή για τους καταναλωτές. Αυτή η ένταση όμως δεν θα έχει διάρκεια και στο επόμενο διάστημα η δυναμική των προσφορών θα υποχωρήσει αισθητά. Δεν μπορεί η αγορά να υποστηρίξει τόσο τις τιμές. Μάλιστα, για κάποιες βιομηχανίες τα κόστη σε βασικές πρώτες ύλες εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένα, όπως π.χ. οι τιμές σε κακάο, φοινικέλαιο, ζάχαρη, που στον βαθμό που διατηρήσουν το «ράλι» στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων θα οδηγήσουν αναπόφευκτα τη βιομηχανία τροφίμων σε αναγκαστικές ανατιμήσεις -θυσιάζοντας ένα τρίμηνο προσφορών- προκειμένου να διατηρηθεί κερδοφόρα η δραστηριότητά της.
naftemporiki.gr