Ακρίβεια: Στην κόψη του ξυραφιού βρίσκεται και το 2022 η οικονομία με το οικονομικό επιτελείο να προσπαθεί να ισορροπήσει -εν μέσω τεράστιας αβεβαιότητας- μεταξύ της στήριξης της οικονομίας και του μετριασμού των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και μιας δημοσιονομικής διαχείρισης που δεν θα βάλει την οικονομία στο στόχαστρο των αγορών.
Εν μέσω τεράστιας αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, το οικονομικό επιτελείο αναζητά για την ακρίβεια ένα μίγμα οικονομικής πολιτικής αντίστοιχο με αυτό που εφαρμόστηκε τη διετία 2020-2021 για τον κορονοϊό και είχε θετικό αποτέλεσμα στη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, προσαρμοσμένο στα σημερινά δεδομένα.
Πάνω από 4,2 δισ. ευρώ
Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα από τον περασμένο Νοέμβριο που ξεκίνησε η ενεργειακή κρίση, έχει στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με περισσότερα από 4,2 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων (περίπου 3 δισ.) αφορούσε στην επιδότηση των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το πρώτο 10ήμερο του Μαρτίου ανακοινώθηκαν επιπλέον μέτρα στήριξης 1,12 δισ. ευρώ (περίπου 0,7% του ΑΕΠ) που αφορούσαν σε επιδοτήσεις σε καύσιμα, ειδική επιδότηση στο πετρέλαιο κίνησης, έκτακτο επίδομα σε οικονομικά ασθενέστερους. Τα μέτρα αυτά παρότι δέχθηκαν την κριτική ότι είναι ανεπαρκή, είναι αναλογικά υψηλότερα από αυτά που παρείχαν κατά μέσο όρο οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου τα πακέτα στήριξης ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ξεπερνούν το 0,4%.
Ο υπ. Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας σε κάθε σχετική αναφορά για την ακρίβεια υπενθυμίζει στην κατεύθυνση της μόνιμης ενίσχυσης των εισοδημάτων τη μείωση κατά 350 εκατ. ευρώ του ΕΝΦΙΑ και τις διαδικασίες που έχουν κινηθεί για τη δεύτερη αύξηση του κατώτερου μισθού από τον Μάιο. Προαναγγέλλει, επίσης, ως ένα από τα σίγουρα μέτρα στήριξης για το άμεσο μέλλον την επέκταση των χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ σε εστίαση, τουρισμό, μεταφορές, θέατρα και κινηματογράφους που λήγει στο τέλος Ιουνίου, μέχρι και το τέλος του χρόνου.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση συνεχίζει να δέχεται πιέσεις για μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα και του ΦΠΑ σε συγκεκριμένα τρόφιμα καθημερινής κατανάλωσης. Το θέμα άφησε ανοιχτό και ο πρωθυπουργός σε πρόσφατες δηλώσεις του, σημειώνοντας όμως ως προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, να υπάρχει το απαραίτητο δημοσιονομικό περιθώριο και να υπάρχει τρόπος να διασφαλιστεί ότι η μείωση αυτή θα περάσει και στον καταναλωτή.
Από το υπ. Οικονομικών διευκρινίζουν ότι η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα (το μέτρο εξετάζεται να εφαρμοστεί στο ψωμί, το γάλα και τα κρέατα) είναι αρκετά πιο πολύπλοκη υπόθεση από ό,τι φαίνεται καθώς θα πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια η περίοδος του μειωμένου συντελεστή, να υπάρξουν εντατικοί έλεγχοι, ενώ έχει και σημαντικό δημοσιονομικό κόστος που ξεπερνά τα 500-600 εκατ. ευρώ. Η εφαρμογή του, πέρα όλων των άλλων, προϋποθέτει και τη σταθεροποίηση των τιμών έστω και σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Ακρίβεια και διεθνές περιβάλλον
Από την άλλη, τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται σε ένα συνεχώς επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον που συνθέτουν ο υψηλός πληθωρισμός σε τρόφιμα και καύσιμα και η αλλαγή πορείας της νομισματικής πολιτικής όπως την έχει προαναγγείλει η ΕΚΤ.
Η νομισματική πολιτική και κυρίως το ενδεχόμενο πρόωρης έναρξης του κύκλου αύξησης των παρεμβατικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επηρεάσει πολύ νωρίτερα τα ελληνικά ομόλογα. Τούτο, με δεδομένο ότι δεν έχουν ακόμη επενδυτική βαθμίδα ενώ αποτελούν μέρος του υψηλότερου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη.
«Οδηγός μας για περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση και νέα μέτρα στήριξης θα είναι οι αγορές» σημειώνει στέλεχος το οικονομικού επιτελείου εξηγώντας ότι αν πέρα από τους εταίρους μας οι αγορές αντιληφθούν ότι η Ελλάδα κινδυνεύει με δημοσιονομικό εκτροχιασμό, οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές. Από το τέλος του 2021, εν μέσω φημών για μετά το τέλος του PEPP, οι αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς τριπλασιάστηκαν από 0,8% το περασμένο καλοκαίρι σε 2,40%-2,50%, ενώ πρόσφατα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία άγγιξαν το 3%. Ολα αυτά ενώ η Ελλάδα δέχεται επαίνους από τους εταίρους της και τους διεθνείς οργανισμούς που παρακολουθούν την οικονομία της, ενώ πρόσφατα αναβαθμίστηκε και η πιστοληπτική της ικανότητα στη βαθμίδα ΒΒ(High) από την DBRS. Συνεπώς αν υπάρξει εκτροχιασμός στην οικονομική πολιτική, οι εξελίξεις θα είναι ανεξέλεγκτες.
Η ίδια πηγή προσθέτει επίσης ότι ακόμη και αν υλοποιηθεί το -πολύ πιθανό πλέον- σενάριο για παράταση της δημοσιονομικής ευελιξίας και για το 2023 και πάλι η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί με σύνεση αν δεν θέλει να επιστρέψει στην κατάσταση που είχε βρεθεί το 2009. «Ταμειακά έχουμε διαθέσιμα περίπου 40 δισ. ευρώ. Δημοσιονομικά, όμως, τα περιθώρια είναι περιορισμένα» τονίζει το στέλεχος του υπ. Οικονομικών.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Επιδεινώνονται οι προβλέψεις ΓΙΑ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΣΟΔΑ
Εν αναμονή των πανευρωπαϊκών προβλέψεων της Κομισιόν (τον Μάιο) για τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία σε όλη την Ε.Ε., η Ελλάδα κάνει και τους δικούς της υπολογισμούς.
Οι -μέχρι στιγμής- εκτιμήσεις θέλουν τον υψηλό πληθωρισμό σε καύσιμα και τρόφιμα να χαμηλώνει τον πήχη της ανάπτυξης κατά ` τουλάχιστον 1% και ίσως λίγο περισσότερο για το 2022 στο 3,3%-3,5% από 4,5% που προέβλεπε το κείμενο του προϋπολογισμού. Αυτό σημαίνει αυτόματα και μείωση των φορολογικών εσόδων κατά περίπου 300-400 εκατ. ευρώ για το σύνολο του χρόνου.
Το κρίσιμο μέγεθος του πληθωρισμού αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη αναθεώρηση απ’ όλα. Από το 0,8% που είχε τεθεί ως πρόβλεψη στον προϋπολογισμό και τις αρχικές εκτιμήσεις για 3% στις αρχές του χρόνου, πλέον, μετά και τον πόλεμο στην Ουκρανία η πρόβλεψη για φέτος αναμένεται να φτάσει το 5%.
Οι επιπτώσεις αυτές είναι σχετικά περιορισμένες λόγω της υπεραπόδοσης της οικονομίας το 2021. Η ανάπτυξη της οικονομίας τον προηγούμενο χρόνο έφερε μια θετική επίδραση (carryover) στο 2022 κατά 1% σε ανάπτυξη και περίπου 1 δισ. ευρώ σε φορολογικά έσοδα. Φυσικά οι τελευταίες προβλέψεις για το 2022 είναι προσωρινές και με βάση τα σημερινά δεδομένα. Αν συνεχιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, επιτείνοντας την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό σε τρόφιμα και πρώτες ύλες, μπορούν να αλλάξουν προς το χειρότερο.
Ακρίβεια: Πολλές αβεβαιότητες
Για το υπόλοιπο του έτους το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες για μια σειρά δημοσιονομικές παραμέτρους που συνθέτουν το ΑΕΠ. Συγκεκριμένα:
- Υπάρχει ανησυχία για την πορεία των φορολογικών εσόδων παρότι για φέτος τόσο το εισόδημα όσο και ο ΕΝΦΙΑ (ο οποίος θα είναι μειωμένος για το 75% των νοικοκυριών) θα αποπληρωθούν σε περισσότερες δόσεις.
- Μια δεύτερη ανησυχία που συνδέεται και με την πορεία εξυγίανσης των τραπεζών αφορά στις εγγυήσεις του Δημοσίου ύψους περίπου 8,5 δισ. ευρώ για δάνεια που δόθηκαν κατά την πανδημία κυρίως σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
- Παρά τις θετικές προβλέψεις οι κρατήσεις στον τουρισμό παρουσιάζουν ένα πάγωμα λόγω του πολέμου και της μείωσης των εισοδημάτων λόγω του πληθωρισμού.
- Τέλος υπάρχει και ο φόβος η γενικότερη αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος, εκτός από τις τιμές και στην ενεργειακή επάρκεια και την τραπεζική χρηματοδότηση, έχει συνέπειες σε επενδύσεις και εξαγωγές, δύο τομείς που αυξάνουν τα τελευταία δύο χρόνια το ποσοστό τους στο ΑΕΠ.