Γράφει ο Ηλίας Κάτρης*
Στα δελτία των ειδήσεων αυτές τις μέρες το κυρίαρχο θέμα δεν είναι άλλο από την αξιολόγηση και το πακέτο των 5,4 δις ευρώ που πρέπει να ψηφιστεί για να κλείσει. Είναι, όμως, τελικά η ολοκλήρωση της αξιολόγησης η λύση στα προβλήματα του τόπου και το κλειδί για την επιστροφή στην ανάπτυξη; Μπορεί η αξιολόγηση από μόνη της να φέρει τις πολυπόθητες επενδύσεις;
Ας δούμε πρώτα το βασικό σενάριο: Τις προσεχείς μέρες και βδομάδες προβλέπεται να κλείσει επιτυχώς η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος βοηθειας για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση καλείται να συμφωνήσει με την τρόικα σε παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε 4 τομείς: στο ασφαλιστικό, στα κόκκινα δάνεια, στην φορολογία και στο ταμείο αποκρατικοποιήσεων.
Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει έναν αξιόπιστο κόφτη δαπανών, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα περικοπών δαπανών σε ορισμένους κωδικούς του προϋπολογισμού που θα ενεργοποιείται, όταν η κυβέρνηση δεν πετυχαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί ύψους 3,6 δισ. ευρώ.
Θα υπάρξει μια συμφωνία σε επίπεδο θεσμών, η πλειοψηφία θα υπερψηφίσει τους εφαρμοστικούς νόμους και το Eurogroup και ο ESM θα αποδεσμεύσουν κάποια δισ. ευρώ, έτσι ώστε να γεμίσουν τα άδεια ταμεία, να αποπληρωθούν δόσεις δανείων το καλοκαίρι και να επιστρέψει το κράτος οφειλές του προς προμηθευτές και τρίτους.
Μετά από αυτό, η Ευρωπαική Επιτροπή και η ΕΚΤ θα αποφασίσουν σε κάποιου είδους έμμεσης απομείωσης της αξίας του χρέους μέσω μείωσης επιτοκίων και επιμήκυνση λήξης των ομολόγων. Έτσι, το ΔΝΤ θα μπορεί να συμμετέχει και αυτό στο πρόγραμμα (ενδεχομένως με δικό του συμπληρωματικό μνημόνιο και επιπλέον απαιτήσεις).
Το παραπάνω σενάριο αποτελεί το επιθυμητό σενάριο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ο Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας με τον ΥΠΟΙΚ Τσακαλώτο κάνουν ότι μπορουν, προκειμένου να το πραγματοποιήσουν. Κατά τη γνώμη μου, η πρώτη αξιολόγηση θα έπρεπε να απομυθοποιηθεί, όμως, καθώς είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να γυρίσει η χώρα στην ανάκαμψη τα επόμενα τρίμηνα.
Η αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε κλείσει ήδη από το τέλος του 2015. Ένα εξάμηνο αργότερα η οικονομία και οι τράπεζες έχουν ήδη πληγεί από τις καθυστερήσεις και αυτό είναι προφανές, αφού αδυνατούν να δανείσουν, αδυνατούν να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια. Οι καταθέσεις δεν έχουν επιστρέψει, η αγορά είναι ακόμα υποτονική ως προς τον τζίρο και την κατανάλωση και τα spreads που ακόμα δεν λένε να πέσουν σε ένα ικανοποιητικό σημείο.
Αυτές οι καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις μεγάλωσαν το δημοσιονομικό κενό λόγω της αδράνειας στην οικονομία και έκαναν αναγκαία τη λήψη παραπάνω μέτρων. Συνεπώς, το κλείσιμο της αξιολόγησης δεν αποτελεί πλέον τη γρήγορη μετάβαση στην ανάπτυξη και την οικονομική απογείωση, η οικονομία μπήκε σε μια παρατεταμένη αδράνεια και αναμονή.
Εξάλλου, το πολιτικό ρίσκο ακόμα και μετά το κλείσιμο του πρώτου review παραμένει πολύ υψηλό. Μπορεί η πρώτη αξιολόγηση να ήταν η πιο δύσκολη καθώς το πρόγραμμα είναι εμπροσθοβαρές άλλα μετά από αυτήν ακολουθούν το άνοιγμα των εργασιακών σχέσεων και ομαδικές απολύσεις, καυτά θέματα για μια πολύ εύθραυστη ισορροπία 153 βουλευτών. Και πολιτικό ρίσκο σημαίνει επενδυτικό ρίσκο και αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι είναι αβέβαιο αν θα επιτευχθούν οι στόχοι του ΣΕΒ για τις επενδύσεις τα επόμενα έτη.
Η κυβέρνηση οφείλει να είναι αξιόπιστη και τα στελέχη της ολιγομίλητα και εργατικά. Τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση έβαλε χρονοδιαγράμματα που δεν κρατήθηκαν, έδωσε ελπίδες που διαψεύστηκαν και όλα αυτά αύξησαν την αβεβαιότητα και ανεβοκατέβαζαν τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου και τα spreads. Τέτοια συμπεριφορά δεν πείθει τα επενδυτικά κεφάλαια, συνεπώς ένας ανασχηματισμός, ειδικά στα παραγωγικά υπουργεία θα μπορούσε και αυτό να βοηθήσει. Μια διεύρυνση της πλειοψηφίας επίσης θα μπορούσε να αυξήσει την αξιοπιστία.
Επίσης, η πεποίθηση ότι η απομείωση του χρέους μέσω της αναδιαμόρφωσης του θα βελτιώσει άμεσα τα πράγματα, γιατί θα χρειαστεί να ληφθούν λιγότερα μέτρα για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, είναι ψευδής, καθώς οι τόκοι και τα χρεολύσια για τα επόμενα έτη ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας δεν θα επηρεαστούν και συνεπώς δεν θα δούμε καμία βελτίωση ως περίπου το 2025.
Τέλος, το μείγμα των μέτρων που θα ληφθούν για να καλύψουν τα κενά είναι αβέβαιο αν θα αποδώσουν όσο υπολογίζεται. Η φορολογική δυνατότητα των Ελλήνων μετά από λιτότητα πάνω από 60 δισ. ευρώ από το 2010 ως σήμερα έχει πλέον μηδενιστεί και αύξηση έμμεσων ή άμεσων φόρων είναι δύσκολο να φέρει την εκτιμώμενη αύξηση των εσόδων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αύξηση του ΦΠΑ στο 24%. Η φορολογία έχει γίνει αβάσταχτη για όλες τις κοινωνικές ομάδες. Ακόμα, οι αλλαγές στο ασφαλιστικό και στις εισφορές θέτουν σε κίνδυνο τους στόχους που τέθηκαν για την ανεργία την επόμενη διετία.
Συνεπώς, η αξιολόγηση από μόνη της δεν μπορεί να απογειώσει την οικονομία όπως πολύ συχνά περιγράφεται στα media. Τα ρίσκα του προγράμματος παραμένουν, οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν είναι αρκετά υψηλοί και η κυβέρνηση μετά απο ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης δεν έχει κάνει σαφές προς ποια κατεύθυνση θέλει να κινηθεί η οικονομία, και επιμένει στην επίτευξη στόχων μέσω αύξησης των εσόδων.
Η κυβέρνηση οφείλει να αλλάξει άμεσα πορεία και το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η κυβέρνηση οφείλει να πείσει τους επενδυτές ότι είναι ευπρόσδεκτοι στη χώρα και ότι και οι εγχώρια μεσαία τάξη μπορεί να αρχίσει ξανά να δουλεύει και να τολμά το επιχειρείν. Και αυτό ακόμα και αν το εύχεται δεν το αποδυκνύει στην πράξη, αφού αυξάνει τη φορολογία και παίρνει αντιπαραγωγικά μέτρα στην προσπάθεια της να αυξήσει τα έσοδα.
Για να κρατήσει όμως δημοσιονομική ισορροπία μπορεί, εκτός από υφεσιακές φοροεισπράξεις να επικεντρωθεί στην μείωση δαπανών, στην μείωση της σπατάλης, στην επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων και στην απόδοση φορολογικών κινήτρων (με έναν Αναπτυξιακό Νόμο που ακόμα περιμένουμε από τον Ιανουάριο). Να πείσει την αγορά ότι θα κάνει τα πάντα για να ανοίξει θέσεις εργασίας, κυρίως στην παραγωγική νεολαία, που κινδυνεύει να καταλήξει το μεγαλύτερο προϊόν εξαγωγών της χώρας.
Αν είναι δυνατόν, να αυξήσει και την φιλοευρωπαική κυβερνητική πλειοψηφία με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις προκειμένου να άρει τον κίνδυνο πρόωρων εκλογών η δημοψηφισμάτων, συζητήσεις που για κανένα επενδυτή δεν του ακούγονται ως πρόσκληση, παρά μόνο ως απειλή.
Χρειάζονται να γίνουν γρήγορες κινήσεις, ο χρόνος έχει ήδη λήξει και το «αν πάει η αξιολόγηση ως το Μάη καήκαμε» του κυρίου Τσακαλώτου έχει αρχίσει να ακούγεται όλο και πιο απειλητικό και επίκαιρο. Πρέπει να αποφευχθούν τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 και η κυβέρνηση να κάνει μια αναδίπλωση, προκειμένου να πείσει ότι στηρίζει την παραγωγική Ελλάδα στην πράξη και να αξιοποιήσει θετικές συγκυρίες, όπως το φθηνό πετρέλαιο και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, προκειμένου να ξαναζεστάνει την παγωμένη αγορά.
Όλα αυτά είναι εφικτά, αν οι κυβερνώντες αποφασίσουν να κάνουν στέρεα και αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, ακροβατώντας ανάμεσα στην εύθραυστη πλειοψηφία και στις –ενίοτε- παράλογες απαιτήσεις των δανειστών.
*Ο Ηλίας Κάτρης είναι φοιτητής Οικονομικών και Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Goethe Universität Frankfurt am Main.