Γράφει ο Ηλίας Διακουμάκος
Με αφορμή τα επεισόδια της περασμένης Πέμπτης στο κέντρο της Αθήνας, μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του κτιρίου της Νομικής από ομάδες αριστεριστών και την περικύκλωση του από διμοιρίες των ΜΑΤ, βλέπουμε τις τελευταίες μέρες να ξετυλίγεται ένα γαϊτανάκι δηλώσεων και δημόσιων αντεγκλήσεων, εντός και εκτός κοινοβουλίου, σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, ανάμεσα σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης.
Το επίδικο αντικείμενο της αντιπαράθεσης έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο η βούληση ορισμένων δυναμικών μειοψηφιών, με την κάλυψη ή την συνενοχή της θεσμικής Αριστεράς (ο καθένας διαλέγει και παίρνει), να καταλάβουν ένα δημόσιο κτίριο όπως είναι το κτίριο της Νομικής, συνιστά ένα ηθικά ή συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα.
Η Κυβέρνηση, ως ο κατεξοχήν εκφραστής της θεσμικής νομιμότητας, διατείνεται ότι το δικαίωμα στην κατάληψη δεν συνιστά δικαίωμα καμίας δυναμικής μειοψηφίας που με το ‘‘έτσι θέλω’’, ‘‘ελέω Λαού’’, αποφασίζει να καταλάβει έναν δημόσιο χώρο για να εξυπηρετήσει τις δικές της, ιδιοτελείς πολιτικές σκοπιμότητες. Ο χώρος του Πανεπιστημίου, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, απηχώντας ομολογουμένως την φωνή της κοινής λογικής, έχει μία πολύ συγκεκριμένη λειτουργικότητα, που συνίστανται στην απρόσκοπτη και ανεμπόδιστη μετάδοση γνώσεων και δεξιοτήτων. Και εν πάση περιπτώσει, ο χώρος του Πανεπιστημίου ανήκει εξίσου σε όλα τα τμήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας, ακόμα και σ εκείνη την μερίδα των φοιτητών οι οποίοι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, θέλουν να κάνουν μάθημα.
Από την άλλη, η ρητορική της αξιωματικής αντιπολίτευσης (αλλά και των φοιτητικών γκρουπούσκουλων που πατρονάρονται από αυτήν) κάνει λόγο για κυβερνητικό αυταρχισμό και μιλά για το αναφαίρετο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα των φοιτητών αν όχι στην κατάληψη τότε σίγουρα στη συνέλευση του φοιτητικού τους συλλόγου (την οποία κανείς δεν παρεμπόδισε). Κάνοντας έκκληση στο θυμικό και το συναίσθημα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πασχίζει με κάθε τρόπο να ξεθάψει από το σεντούκι της γιαγιάς (ή από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας?) το σκιάχτρο της ‘‘επάρατης’’, κακιάς και αυταρχικής Δεξιάς…
Ας είναι. Βρισκόμαστε στα μέσα του Νοέμβρη (εξ ου και η λανθάνουσα μνεία στο Πολυτεχνείο, για ακόμη μία φορά, ίσα-ίσα για νομιμοποιηθούν ορισμένες ανομικές πρακτικές ως ‘‘κεκτημένα’’ της Μεταπολίτευσης) και στα πλαίσια μίας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που όσο πάει κακοφορμίζει ολοένα και περισσότερο.
Θα αναγκαστούμε να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει ‘‘Δεξιά’’ ενώ συγχρόνως θα φροντίσουμε να μην ξεχάσουμε ότι Αριστερά σημαίνει τρομοκρατία και ‘‘δεν έχει ιστορία, μόνο ποινικό μητρώο’’ (άτιμοι κομουνιστοσυμμορίτες!).
Και όλα αυτά γιατί? Το βρήκες φίλε αναγνώστη.
Γιατί βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και μέσω της πόλωσης πρέπει να συσπειρωθούν οι κομματικές στρούγκες του νέο – δικομματισμού, ακόμα κι αν το ύφος της επιχειρηματολογίας και της ρητορικής τους παραπέμπει κατευθείαν στον Μάρτιο του ‘46.
Αυτό που έχει σημασία, αυτό δηλαδή που αξίζει κανείς να κρατήσει μέσα από όλη αυτήν την ακατάσχετη και ανούσια φλυαρία εντός κοινοβουλίου και τηλεοπτικών παραθύρων, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτικός λόγος, για ακόμα μία φορά, εργαλειοποίειται στα πλαίσια της κομματικής αντιπαράθεσης, χρησιμοποιώντας μανιχαϊστικούς όρους μέσα σε διχαστικά δίπολα. Από τη μια οι δυνάμεις της νομιμότητας, της Δημοκρατίας, του Φωτός, της κοινής λογικής και από την άλλη οι δυνάμεις της ανομίας, της τρομοκρατίας και δεν ξέρω ‘γω και τι άλλο.
Καλό είναι να μην παρασυρόμαστε και να διακρίνουμε, όσο γίνεται, την ουσία. Όλα τα άλλα είναι να ‘χαμε να λέγαμε ή αλλιώς, άλλα λόγια να μισιόμαστε. Δυστυχώς.