Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Για ακόμη μια φορά έπειτα από επτά συνεχόμενα χρόνια ύφεσης, ψηφίστηκε εχθές το βράδυ στην Ολομέλεια της Βουλής ένα ακόμη Μνημόνιο. Συγκεκριμένα αυτό ήταν το 4ο Μνημόνιο, όπως θα το αποκαλούμε από τούδε και στο εξής, με την ελληνική κυβέρνηση να αποτυγχάνει πλήρως να φέρει χαρμόσυνα νέα από το πεδίο της διαπραγμάτευσης.
Στον απόηχο της χθεσινής ψηφοφορίας, νομίζω πως πρέπει να συπεριληφθεί και η όχι και τόσο σθεναρή κριτική από όλα τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, καθώς μεγάλα τμήματα των τοποθετήσεων τους, επικεντρώνονταν σε προσωπική αποδόμηση των αντιπάλων τους και όχι στην παράθεση αυτούσιων επιχειρημάτων.
Θεωρώ πως το να προσπαθείς να αποδομήσεις πολιτικούς όπως τον Α. Τσίπρα και τον Π. Καμμένο, είναι, λίγο πολύ, μη δυνατό. Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ. Όπως μας έχει αποδείξει η μέχρι τώρα διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κατά έναν μαγικό τρόπο έχει καταφέρει να ‘’βαφτίσει το κρέας ψάρι’’ στα μάτια των συμπολιτών μας, πράγμα που σημαίνει ότι η επικοινωνιακή τους πολιτική δείχνει, εκτός από σημάδια εντονότατου λαϊκισμού, μια περιέργως κοινωνική αποδοχή.
Διαχρονικά, η Αριστερά ανά τη υφήλιο διατηρεί μια ρητορική η οποία, αφενός, εν τοις πράγμασι δεν ανταποκρίνεται στα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα και, αφετέρου, δείχνει να κατευθύνεται στον δρόμο του ‘’συγκεκαλυμμένου λαϊκισμού’’ με ευθείες προκείμενες το ψέμα και φυσικά την ατζέντα της ‘’μισής αλήθειας’’.
Ο όρος ‘’μισή αλήθεια’’, είναι ένας προσωπικός μου τρόπος κωδικοποίησης της πολιτικής πραγματικότητας, ο οποίος πιστεύω ότι βρίσκει σημαντικά ερείσματα στην διαχρονική κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ως γνωστόν, το κυβερνητικό συνονθύλευμα των ανθρώπων που διαχειρίζονται στα χέρια τους την τύχη ενός ολόκληρου λαού, μέχρι στιγμής αρέσκεται στο να μας αναφέρει την μισή αλήθεια ή μάλλον την αλήθεια που επιζητά να ακούσει η εκάστοτε κοινωνική τάξη, και που στα μάτια της οι επιλογές της κυβέρνησης είναι από την μια λυτρωτικές και από την άλλη προϊόν ‘’σκληρής διαπραγμάτευσης’’.
Ίσως και αυτός να είναι ο σημαντικότερος λόγος που έως τώρα δεν έχει καεί η Ελλάδα, καθώς όπως όλοι μας γνωρίζουμε, εάν τα παλαιότερα χρόνια είχαν ληφθεί τέτοια μέτρα όπως τα χθεσινά, είναι μαθηματικά βέβαιο πως σήμερα θα μετρούσαμε αξιοσήμαντες υλικές και σωματικές απώλειες.
Ας περάσουμε λίγο στην πράξη και ας επιχειρήσουμε να δούμε λίγο τις λέξεις και το νόημα πίσω από την συνολική διαπραγματευτική τακτική της συγκυβέρνησης. Αρχικά παρόλο που θεωρητικά η ‘’δεύτερη αξιολόγηση’’ έχει κλείσει, εντούτοις πολλές από τις απαιτήσεις των δανειστών, αποτυπώνονται στο τελικό ψηφισμένο κείμενο δίχως να έχουν τροποποιηθεί σε σημαντικό βαθμό από την αρχή της διατύπωσης τους πριν αρκετούς μήνες.
Αυτό επομένως γεννά ένα εύλογο ερώτημα το οποίο αμφιβάλλω εάν θα απαντηθεί ποτέ και το οποίο είναι: ‘’γιατί λοιπόν καθυστέρησε να κλείσει η αξιολόγηση, δεδομένου των συνθηκών πως αυτά που ζητούσαν παλαιότερα εφαρμόζονται τώρα’’. Μια απλοϊκή απάντηση θα ήταν διότι η διαπραγμάτευση είχε πολλά στάδια στα οποία πότε οι δανειστές και πότε η ελληνική πλευρά έριχναν ‘’νερό στο κρασί τους’’.
Λυπάμαι που θα το αναφέρω, όμως κάτι τέτοιο είναι παγερά αδιάφορο στον απλό και μεροκαματιάρη πολίτη, που παλεύει να επιβιώσει σε μια ολοένα και πιο συρρικνωμένη οικονομικά και κοινωνικά χώρα. Ο λόγος; Μα φυσικά επειδή όλοι και όλες κρινόμεθα από του αποτελέσματος, και έτσι όπως και στα προηγούμενα ΜοU, έτσι και στο χθεσινό #4οΜνημόνιο, η ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απέτυχε να φανεί αντάξια των καλλιεργηθέντων προσδοκιών που η ίδια είχε δημιουργήσει, μιας και τα μέτρα είναι χειρότερα από τα προηγούμενα.
Παρατηρείται δηλαδή μια αλά καρτ συνέχεια της κακής διαπραγματευτικής και εφαρμοστικής πολιτικής και από αυτήν την κυβέρνηση, η οποία όπως και οι προηγούμενες φανερώνουν προθέσεις συνέχειας και υλοποίησης πολιτικών επιλογών που περικλείουν την λεγόμενη ‘’αρνητική συνέχεια του Κράτους’’.
Με απλά λόγια, το Ελληνικό Κράτος διαχρονικά δείχνει μια προτίμηση στην υιοθέτηση όχι τόσο των διεθνών βέλτιστων πρακτικών που αποδεδειγμένα φέρνουν ορατά αποτελέσματα τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία, αλλά εκείνων των επιταγών που πηγάζουν και διαμορφώνονται μέσα στους κομματικούς σωλήνες, τις συντεχνίες και φυσικά στα ‘’κρυφά σχέδια‘’ των εκάστοτε υποστηρικτών τους.
Είμαι πολύ εκνευρισμένος τις τελευταίες ημέρες και μπορώ να πω πως αυτό μου το συναίσθημα δεν πηγάζει τόσο στην άρνηση μου να δεχθώ τα καινούργια μέτρα ως πολίτης της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά στο ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε μια περαιτέρω αύξηση της ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ, και ουσιαστικά σε ένα 5ο Μνημόνιο με τους δανειστές μας.
Εδώ λοιπόν θεωρώ πως πρέπει να αναφερθώ και σε κάτι που ομολογώ πως ανά τακτά διαστήματα ακούγεται στο ελληνικό κοινοβούλιο, κυρίως από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εστιάζει στο γεγονός της απαραίτητης αλλαγής στο δημοσιονομικό μείγμα πολιτικών.
Είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως οποιαδήποτε κυβέρνηση του πολιτισμένου κόσμου επέλεξε να εφαρμόσει την εύκολη και πεπατημένη οδό της στυγνής φορολόγησης που οδηγεί στο λεγόμενο ‘’εύκολο χρήμα’’, έχει δει την οικονομία της να συρρικνώνεται σε μεγάλο βαθμό.
Συνεπώς, δεν κατανοώ τον λόγο, μετά από επτά συνεχόμενα μνημονιακά έτη, να επικεντρωνόμεθα για ακόμη μια φορά και ουσιαστικά να στοχοποιούμε με φόρους και μη δόκιμες πρακτικές πολιτικές,τα πιο παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας μας.
Η αλλαγή που πρέπει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να προωθηθεί από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία συμπυκνώνεται σε τόσο λίγες λέξεις: ‘’ΑΛΛΑΓΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΜΕΙΓΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ’’.
Θα μπορούσα εύκολα να φανταστώ μια Ελλάδα, στην οποία η επιχειρηματικότητα δεν θα είναι ποινικοποιημένη και επιπλέον μια χώρα που θα αποτελεί πρότυπο στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη, όχι μόνο για τον ήλιο, την θάλασσα και την φιλοξενία της, αλλά και για την πρωτοπορία και σε μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις.
Εν κατακλείδι, ουδείς πιστεύει πως με συνεχιζόμενη αύξηση των φόρων μπορεί να επέλθει η πολυπόθητη οικονομική και κοινωνική ανάταση της χώρας μας και νομίζω πως είναι καιρός λοιπόν, έστω και έπειτα από επτά χρόνια κρίσεως, να το αντιληφθεί η πολιτική σκηνή του τόπου και για ΜΙΑ ΦΟΡΑ να εφαρμόσει πολιτικές επιλογές που να στηρίζονται, στηρίζουν και τοποθετούν σε πρώτο πλάνο την ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.