γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του πολιτικά δύσκολου 2016 (δεν είναι δημοσιογραφικός ευφησμός), είθισται να γίνονται ορισμένες προβλέψεις για το 2017. Στην περίπτωσή μας, εκ νέου, κινούμμαστε σχετικά στο σκοτάδι, μιας και δεν έχουμε όλα τα δεδομένα για να κάνουμε τις προβλέψεις που θέλουμε.
Πάντως, αν συνυπολογιστούν τα μηνύματα που έρχονται από το εξωτερικό, τότε θεωρείται πολύ δύσκολο να έχουμε κλείσει με όλες τις εκκρεμότητες έως το τέλος Ιανουαρίου. Το ΔΝΤ ακόμα δεν έχει πάρει την απόφασή του αναφορικά με το τι μέλλει γενέσθαι με τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Η δικαστική εκκρεμότητα της κ. Λαγκάρντ στη Γαλλία δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα, αλλά εκτιμάται πως σύντομα θα έχουμε νέα από αυτό το μέτωπο. Όπως και να έχει, το ΔΝΤ δεν έχει αποφασίσει τι θα κάνει, αν θα συμμετάσχει χρηματοδοτικά ή όχι και ήδη ξεκίνησαν τα σενάρια που το θελουν να παρατείνει και άλλο την απόφαση, έως τις αρχές Μαρτίου, προκειμένου να καταλάβει το Ταμείο την άποψη της κυβέρνησης Τραμπ για το ελληνικό πρόγραμμα.
Παράλληλα, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού έχουν καθυστερήσει τα πράγματα και έχουν μεταθέσει τη δυνητική ολοκλήρωση της διαδικασίας κατά μερικές εβδομάδες. Η Κομισιόν μπορεί να γνώριζε το μεγαλύτερο μέρος των όσων εξήγγειλε ο κ. Τσίπρας, το Βερολίνο όμως βρήκε αφορμή να καθυστερήσει την εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν είναι σαφές, αν ο κ. Τσίπρας πήρε ισχυρό μήνυμα από την κ. Μέρκελ την Παρασκευή πως αυτή δεν επιθυμεί ανατροπές στο ελληνικό πρόγραμμα, αυτό θα φανεί το αμέσως επόμενο διάστημα από την εξέλιξη της διαδικασίας. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός ήθελε ένα σήμα της καγκελαρίου αναφορικά με την ανάγκη σταθερότητας στην Ευρώπη. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, άποψη του Μεγάρου Μαξίμου είναι πως η κ. Μέρκελ δεν θέλει αναταράξεις, αλλά, όπως προείπαμε, τα πάντα θα φανούν στο χειροκρότημα.
Βέβαια, όπως λέγαμε και ανωτέρω, ήδη κοινοτικοί αξιωματούχοι εκτιμούν πως η συμφωνία μπορεί να καθυστερήσει για ορισμένους μήνες ακόμα, ως τον Μάρτιο για παράδειγμα. Υπάρχει και το ακραίο σενάριο να φτάσουμε ως την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ (21-23 Απριλίου), αλλά αυτό πραγματικά είναι δύσκολο για όλες τις πλευρές. Αν συμβεί αυτό, θα είναι κάτι που βαίνει κόντρα στον σχεδιασμό της κυβέρνησης, η οποία επιθυμεί εντός του πρώτου τριμήνου του 2017 κλείσιμο της αξιολόγησης, ένταξη στο QE (όπως έχει διαβεβαιώσει τους κυβερνώντες ο Μάριο Ντράγκι πως μπορεί να συμβεί, εφόσον κλείσει η αξιολόγηση) και συζήτηση για τον προσδιορισμό των μεσο-μακροπρόθεσμων παρεμβάσεων στο χρέος (που θα εφαρμοστούν, αν χρειαστούν, μετά το 2018). Το QE το προλαβαίνουμε, ακόμα και αν τελειώσουμε τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, αλλά η κυβέρνηση θέλει να φύγει προς τα εμπρός, για να μαζέψει και τη ζημιά που έχει πάθει σε επίπεδο κοινωνίας.
Κάπως έτσι, δύο είναι τα πιθανά σενάρια. Να έχουμε κλείσει έως τον Μάρτιο (maximum) ή να διαφανεί πλήρες αδιέξοδο. Οι ψύχραιμοι (που μέχρι στιγμής δικαιώνονται), εκτιμούν πως θα συμβεί το πρώτο με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Υπάρχουν όμως και οι απαισιόδοξοι που βλέπουν να γίνεται το δεύτερο. Αν όντως συμβεί, είναι αλήθεια πως η πρωθυπουργός διαθέτει Plan B, το οποίο όμως δεν θέλει να χρησιμοποιήσει, μιας και οι εσωτερικές συσκέψεις του Μαξίμου έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα είναι πως η συγκυρία δεν είναι ώριμη για εκλογές με θετικό αφήγημα. Αν όμως η αξιολόγηση κλείσει, τότε το πεδίο καθαρίζει και ο κ. Τσίπρας θα έχει ορίζοντα ως το 2019. Αν θα φτάσει ως εκεί, είναι ακόμα πολύ νωρίς να ειπωθεί, μιας και απαιτείται συνδυασμός παραγόντων. Ο πρώτος: να κλείσει επιτέλους αυτή η αξιολόγηση.