Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ας πορευτούμε με το λεγόμενο βασικό σενάριο, ότι δηλαδή η αξιολόγηση θα κλείσει επιτυχώς. Το πότε θα κλείσει έχει ασφαλώς τη σημασία του, αλλά ας μείνουμε στο ότι θα έχει θετική κατάληξη.
Είμαστε αισίως στο πρώτο τρίμηνο του 2017 και ακόμα φως για την ελληνική οικονομία δεν διαφαίνεται. Οι κυβερνώντες μπορεί να πανηγυρίζουν για το πλεόνασμα και τις χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές για το 80% των ελευθέρων επαγγελματιών, η πραγματικότητα όμως είναι κάπως πιο μίζερη σε σχέση με την κυβερνητική θριαμβολογία. Η οικονομία, η πραγματική οικονομία, παραμένει σε τέλμα όσο δεν υπάρχει προοπτική, ενώ και στο μέτωπο των ασφαλιστικών εισφορών η κατάσταση μόνο ρόδινα δεν θα εξελιχθεί: γιατί αυτοί που θα πληρώσουν λιγότερα δεν θα κάνουν τη διαφορά, ενώ αυτοί που καλούνται να πληρώσουν περισσότερο δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν συνολικά, με αποτέλεσμα να αναμένεται δράμα στα έσοδα του ΕΦΚΑ.
Με αυτά και με αυτά, υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως η χώρα θα βγει στις αγορές το 2018; Όχι δοκιμαστικά, πλήρως. Κανείς νουνεχής άνθρωπος δεν πιστεύει πως η χώρα μπορεί να αυτοχρηματοδοτηθεί πλήρως, ούτε οι δανειστές ούτε οι άνθρωποι της αγοράς. Ορισμένοι κυβερνητικοί που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα μόνο μπορεί να πιστεύουν ένα τέτοιο φαντασιακό σενάριο.
Με γνώμονα λοιπόν το συλλογισμό πως η τρέχουσα αξιολόγηση θα κλείσει, προκύπτει μια αναγκαιότητα για το διάστημα μετά το 2018: η χώρα να έχει ένα χρηματοδοτικό μαξιλάρι. Αυτό θα υπάρξει και θα λέγεται είτε τέταρτο Μνημόνιο, είτε ενισχυμένη πιστοληπτική γραμμή στήριξης (αυτό που είχε πάρει ο Σαμαράς, απλά λίγο πιο ενισχυμένο), είτε Βαγγέλης.
Δεν έχει καμία σημασία. Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δεσμεύεται σε δημοσιονομικά μέτρα που πάνε πέρα από το 2018, συνεπώς το προαπαιτούμενο θα είναι η εφαρμογή τους και η τήρηση των δημοσιονομικών ισορροπιών. Ακόμα και τα κεφάλαια για τη χρηματοδότησή μας υπάρχουν σήμερα: είναι τα διάθετα χρήματα από το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα, συνεπώς δεν θα χρειαστεί οι Ευρωπαίοι να πάνε στα κοινοβούλιά τους και να ζητήσουν και άλλα χρήματα.
Για όλα αυτά, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Το τέταρτο Μνημόνιο θα είναι η δικλείδα ασφαλείας που θα βάλουν οι εταίροι, ώστε να μην χάσουν τα λεφτά τους. Το σενάριο του Grexit, εφόσον κλείσει η αξιολόγηση τώρα, καθίσταται αχρείαστο, γιατί η Ελλάδα θα έχει καταστεί απολύτως διαχειρίσιμο μέγεθος και η εσωτερική υποτίμηση θα έχει ολοκληρωθεί.
Από εκεί και πέρα, πηγαίνουμε σε νέες καταστάσεις. Το τέταρτο Μνημόνιο μπορεί να συνδυαστεί χρονικά με το σπάσιμο του κύκλου της ύφεσης και τη μετάβαση της χώρας σε νέα φάση, αφού θα έχει ολοκληρώσει το σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, μετά από πολλά στείρα μνημονιακά χρόνια.
Γι’ αυτό το Μνημόνιο, όμως, ζητείται εφαρμοστής. Θα είναι ο Αλέξης Τσίπρας, του οποίου το πολιτικό κεφάλαιο φαγώνεται, ή θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ευελπιστεί πως μπορεί να ανταλλάξει σοβαρές μεταρρυθμίσεις με δημοσιονομικό χώρο;
Ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα να το μάθουμε. Αλλά, το ποιος θα είναι ο εφαρμοστής του Μνημονίου είναι εφάμιλλης σημασίας με την ίδια την ύπαρξή του.