Πριν από περίπου 200 χρόνια, ένας Βέλγος μαθηματικός και στατιστικολόγος ονόματι Αντόλφ Κετελέ, θέλοντας να χαρακτηρίσει τον «μέσο άνθρωπο», παρατήρησε ότι το σωματικό βάρος των ενηλίκων είναι περίπου ανάλογο με το τετράγωνο του ύψους τους σε μέτρα – μια μέτρηση που ονομάστηκε Δείκτης Quetelet. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ταξινόμηση του ανθρώπινου βάρους σε σχέση με το ιδεατό βάρος για το κάθε ύψος. Το 1972, ο φυσιολόγος δρ Άνσελ Κις πρότεινε τη χρήση αυτού του δείκτη που ονομάστηκε Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) για τη μέτρηση του σωματικού λίπους.
Ωστόσο, την περασμένη εβδομάδα η Αμερικανική Ιατρική Ένωση ψήφισε υπέρ της υιοθέτησης μιας νέας πολιτικής που ενθαρρύνει τους γιατρούς να μην βασίζονται μόνο στον ΔΜΣ όταν αξιολογούν το βάρος και την υγεία ενός ατόμου. Η νέα πολιτική αναγνωρίζει επίσημα την «προβληματική χρήση» του ΔΜΣ και αναφέρει ότι αυτός ο δείκτης μέτρησης χρησιμοποιήθηκε για «φυλετικό αποκλεισμό».
Οι νέες συστάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα για την απομάκρυνση από ένα μοντέλο ιατρικής που προτρέπει τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω από ένα ορισμένο όριο βάρους να χάσουν κιλά, χωρίς να υπολογίζει τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η απώλεια βάρους, δήλωσε στους New York Times ο Δρ Σκοτ Χέιγκαν, επίκουρος καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και ειδικός στην παχυσαρκία.
Η δρ Σάνον Έιμς, επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής που επικεντρώνεται στη διαχείριση του βάρους στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, δήλωσε ότι χρησιμοποιεί τον ΔΜΣ μαζί με άλλα κριτήρια, όπως το Edmonton Obesity Staging System, σε συνδυασμό με μια ιατρική επίσκεψη, ώστε να καταλήξει σε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα για κάθε ασθενή.
«Η παχυσαρκία, όπως όλες οι ασθένειες, είναι πολύπλοκη και δεν μπορεί να μετρηθεί με ένα μόνο δείκτη», δήλωσε στο CNN η καθηγήτρια. «Υπάρχουν άτομα με υψηλό ΔΜΣ που δεν έχουν ενδείξεις ασθενειών που συνήθως συνδέονται με υψηλότερο βάρος, όπως υπέρταση, αποφρακτική άπνοια ύπνου και διαβήτη τύπου 2. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άνθρωποι με μέτρια αυξημένο ΔΜΣ οι οποίοι έχουν μεταβολικές διαταραχές που δυνητικά ανταποκρίνονται στην απώλεια βάρους», σημείωσε.
Η νέα πολιτική της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης αναγνωρίζει αυτούς τους περιορισμούς, σημειώνοντας ότι ο ΔΜΣ δεν κάνει διάκριση μεταξύ άλιπης και λιπώδους σωματικής μάζας και επισημαίνει ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ φυλετικών και εθνοτικών ομάδων, φύλων και ατόμων διαφορετικών ηλικιών. Για παράδειγμα, οι γυναίκες τείνουν να έχουν περισσότερο σωματικό λίπος από τους άνδρες, ενώ οι Ασιάτες έχουν περισσότερο σωματικό λίπος από τους λευκούς.
Η Ένωση προτείνει στους γιατρούς να εξετάζουν παράγοντες όπως το σπλαχνικό λίπος ενός ατόμου (το λίπος που αποθηκεύεται στην κοιλιακή κοιλότητα και γύρω από τα όργανα), τον δείκτη σωματικής παχυσαρκίας (ένας υπολογισμός που χρησιμοποιεί την περίμετρο των γοφών και το ύψος), το ποσοστό λίπους, οστών και μυών και τους γενετικούς και μεταβολικούς παράγοντες, όπως τα μη φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου ή τα προβλήματα θυρεοειδούς.
Ο ΔΜΣ δεν λαμβάνει επίσης υπόψη τα σημεία πού είναι συγκεντρωμένο το λίπος, στοιχείο που αποτελεί σαφή δείκτη κινδύνου για την υγεία τις τελευταίες δεκαετίες, δήλωσε ο δρ Ίθαν Γουάις, καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο.
«Αν έχετε πολύ λίπος στην κοιλιά σας και γύρω από τα όργανά σας, δηλαδή σπλαχνικό λίπος, αυτό είναι κακό», εξήγησε. «Αν έχετε λίπος στους γοφούς, τα πόδια σας, τους μηρούς και τα οπίσθιά σας, αυτό είναι καλό» σημείωσε.
Το κοιλιακό λίπος σχετίζεται με υψηλότερα ποσοστά διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων, σε σύγκριση με το λίπος γύρω από τους γοφούς, εξήγησε η Λέσλι Χάινμπεργκ, διευθύντρια του Κέντρου Διαχείρισης Βάρους Enterprise της Κλινικής του Κλίβελαντ.
Η νέα πολιτική υπογραμμίζει επίσης ότι ο ΔΜΣ βασίστηκε κυρίως σε δεδομένα που αντλήθηκαν από προηγούμενες γενιές μη ισπανόφωνων λευκών ατόμων, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εφαρμογή του μέτρου σε έναν ευρύτερο πληθυσμό.
«Πιο σημαντικό από τον ΔΜΣ, κατά τη γνώμη μου, είναι το κατά πόσον κάθε ασθενής πάσχει από μεταβολικό σύνδρομο», δήλωσε η δρ Γουίλα Σουέι, καθηγήτρια Ιατρικής και διευθύντρια του Ερευνητικού Κέντρου Διαβήτη και Μεταβολισμού στο Ιατρικό Κέντρο Wexner του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο. Τα αυξημένα τριγλυκερίδια, τα χαμηλά επίπεδα της λεγόμενης καλής χοληστερόλης, ο διαβήτης ή ο προδιαβήτης, η υψηλή αρτηριακή πίεση ή το υπερβολικό ηπατικό λίπος αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων συμπεριλαμβανομένων της καρδιακής προσβολής, του εγκεφαλικού επεισοδίου και της καρδιακής ανεπάρκειας, σύμφωνα με την καθηγήτρια.
Και παρόλο που οι περιορισμοί του ΔΜΣ είναι καλά κατανοητοί, ορισμένοι γιατροί λένε ότι θα είναι δύσκολο να εκτοπιστεί εντελώς.
«Υπάρχουν και άλλοι τρόποι αξιολόγησης του σωματικού λίπους», δήλωσε ο δρ Λούις Αρόν , διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου Βάρους στο Weill Cornell Medicine, «αλλά δεν είναι τόσο εύκολοι και φθηνοί όσο ο ΔΜΣ».
«Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να απορρίψουμε τον ΔΜΣ μέχρι να έχουμε άλλα μέτρα που να είναι εξίσου εύκολα στη χρήση», κατέληξε ο επιστήμονας.