Οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις σε θορυβώδη περιβάλλοντα, μπορεί να αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην ανίχνευση των γρήγορων αλλαγών στον ήχο. Μια νέα μελέτη όμως, παρουσιάζει μια εκπαιδευτική τεχνική που βοηθά στη διαχείριση αυτού του προβλήματος και να ενισχύσει την ακουστική ικανότητα ενός ατόμου.
Γνωστή ως rate discrimination training, περιλαμβάνει την εξάσκηση του τρόπου με τον οποίο ο εγκέφαλος μπορεί να διαφοροποιήσει την ταχύτητα των ήχων. Και όπως δείχνει η νέα μελέτη, η τεχνική αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να βελτιώσει την ακοή εκατομμυρίων ηλικιωμένων ενηλίκων, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι η ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε τους ήχους τείνει να μειώνεται καθώς μεγαλώνουμε.
Η παρατήρηση λεπτών αλλαγών στους ήχους βασίζεται στην ικανότητα του εγκεφάλου να επεξεργάζεται τα ηχητικά ερεθίσματα με την πάροδο του χρόνου, που ονομάζεται ακουστική χρονική επεξεργασία. Δεν επηρεάζει μόνο την κατανόηση της ομιλίας αλλά μας βοηθά και να κατανοήσουμε κάθε ήχο που φτάνει στα αυτιά μας.
«Είχαμε ήδη κάποιες ενδείξεις ότι αυτά τα ελλείμματα χρονικής επεξεργασίας μπορεί να βελτιωθούν σε ζωικά μοντέλα, αλλά είναι η πρώτη φορά που το βλέπουμε σε ανθρώπους», δήλωσε η νευροεπιστήμονας Σαμίρα Άντερσον από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ στις ΗΠΑ.
Συνολικά 40 εθελοντές ολοκλήρωσαν την εκπαίδευση στο πλαίσιο της μελέτης. Αυτό περιλάμβανε την ολοκλήρωση εννέα συνεδριών, διάρκειας 45-60 λεπτών η καθεμία, κατά τη διάρκεια των οποίων οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να διακρίνουν μεταξύ συνόλων ήχων που αναπαράγονταν σε μια γρήγορη ακολουθία.
Μέσω της εκπαίδευσης, τα άτομα αυτά έπρεπε να εντοπίσουν τις αλλαγές στη συχνότητα – αναγνωρίζοντας ποιοι ήχοι σε μια σειρά είχαν υψηλότερο ή χαμηλότερο τόνο. Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν παρόμοια τεστ πριν και μετά, για να αξιολογήσουν την ικανότητα κάθε συμμετέχοντα να εντοπίζει αλλαγές στον ήχο που άκουγε.
Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου των 37 συμμετεχόντων, οι συνεδρίες της οποίας περιλάμβαναν μια απλούστερη άσκηση ανίχνευσης τόνων, όσοι υποβλήθηκαν στην εκπαίδευση διάκρισης ρυθμού εμφάνισαν βελτίωση στην ικανότητά τους να εντοπίζουν αλλαγές στο ύψος και την ταχύτητα του ήχου. Αυτό καταδείχθηκε σταθερά σε νέους και μεγαλύτερους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με κάποιο επίπεδο βαρηκοΐας.
Συνολικά, οι βαθμολογίες των δοκιμασιών ανίχνευσης ήχου ήταν καλύτερες μετά τη διαδικασία εκπαίδευσης από ό,τι ήταν πριν – με ορισμένους ηλικιωμένους εθελοντές να έχουν αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά των νεότερων εθελοντών πριν την εκπαίδευση.
Προηγούμενες μελέτες έχουν επίσης διερευνήσει αυτή την ιδέα: για παράδειγμα, η μουσική εκπαίδευση έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τις ικανότητες της ακουστικής χρονικής επεξεργασίας σε άτομα με φυσιολογική ακοή. Οι επιστήμονες έχουν επίσης αποδείξει ότι ο εγκέφαλος διατηρεί κάποια πλαστικότητα (ικανότητα τροποποίησης ή επανασύνδεσης των συνδέσεών του) μέχρι την τρίτη ηλικία.
Οι ερευνητές επιθυμούν να συνεχίσουν την έρευνά τους με νέες ομάδες συμμετεχόντων για να συγκεντρώσουν περισσότερα δεδομένα σχετικά με την εκπαίδευση διάκρισης ρυθμού και τις πιθανές θετικές επιδράσεις της.
«Τα αποτελέσματα μας δίνουν μεγάλες ελπίδες για την ανάπτυξη κλινικά εφικτών προγραμμάτων ακουστικής εκπαίδευσης που μπορούν να βελτιώσουν την ικανότητα των ηλικιωμένων ακροατών να επικοινωνούν σε δύσκολες καταστάσεις», τόνισε η επικεφαλής ερευνήτρια του προγράμματος, Σάντρα Γκόρντον- Σάλαντ, επίσης από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the Association for Research in Otolaryngology».