Γράφει η Αρετή Γεωργιλή για τη Lifo
ΣΤΟ ΔΥΣΤΟΠΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Εμείς του Γιεβγένι Ζαμιάτιν, που κυκλοφόρησε το 1920 ‒λέγεται ότι είναι ένα από τα έργα που επηρέασαν σημαντικά τον Όργουελ στο 1984‒, περιγράφεται μια «τέλεια» κοινωνία. Στην τέλεια αυτή κοινωνία δεν υπάρχουν άτομα παρά μόνο αριθμοί, οι οποίοι συνεισφέρουν στην κοινή ευδαιμονία, οι πολίτες ζουν σε γυάλινα σπίτια, ορατά απ’ όλους τους συμπολίτες τους, υπηρετούν όλοι και όλες το συλλογικό καλό και δεν έχουν προσωπική ζωή παρά μόνο για δύο ώρες, μέσα στις οποίες μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν απ’ όσα τους επιτρέπεται να θέλουν. Επίσης, δεν υπάρχει πείνα, δεν υπάρχουν ασθένειες και όλα τα μη ελεγχόμενα είδη, η φύση η ίδια, έχουν αποκλειστεί πέρα από ένα πράσινο τείχος, το οποίο είναι και το τεχνητό όριο του κόσμου αυτού.
Δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι ένα έργο που γράφτηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα θα μπορούσε να είναι επίκαιρο έναν αιώνα μετά, περιγράφοντας μια κοινωνία η οποία, στην προσπάθειά της να απομακρύνει κάθε κίνδυνο και κάθε εξωτερική απειλή, καταλήγει να είναι απάνθρωπη, παράλογη και καταπιεστική, λησμονώντας την πρωταρχική ουσία της ύπαρξής της.
Αυτό το μυθιστόρημα μου ήρθε στο μυαλό μόλις άκουσα την είδηση για τον διαχωρισμό των χώρων ψυχαγωγίας σε αμιγώς για εμβολιασμένους και σε μεικτούς. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι θα υπάρχουν χώροι στους οποίους θα έχουν πρόσβαση μόνο οι εμβολιασμένοι/-ες και χώροι για όλους τους άλλους/-ες. Oι ιδιοκτήτες/-ριες των χώρων θα πρέπει να επιλέξουν σε ποια από τις δύο κατηγορίες θέλουν να ενταχθούν και να το δηλώσουν. Δηλαδή πόσοι/-ες θα είναι μέσα από το πράσινο τείχος και πόσοι/-ες απ’ έξω.
Ο παραλληλισμός μου είναι μια υπερβολή. Έχετε δίκιο. Επίσης, θα έχετε δίκιο αν μου πείτε «Αναγκαίο κακό. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;». Δείτε, όμως, πόσες κατ’ αναλογία ομοιότητες υπάρχουν και πόσες δυνατότητες να οδηγηθούμε σε ένα μέλλον δυσοίωνο, όχι πολύ μακρινό. Πρέπει να χωριστούμε σε πολίτες δύο κατηγοριών, εμβολιασμένους και μη. Πρέπει να κοιτάμε με μισό μάτι τον διπλανό μας και να τον αποφεύγουμε. Πρέπει οι επιχειρηματίες να «κλείνουν την πόρτα» στους ανεμβολίαστους ή να παίρνουν το επιχειρηματικό και υγειονομικό ρίσκο, βάζοντας μέσα τους/τις μισούς/-ες απ’ όλα τα είδη (ανεμβολίαστους/-ες, νοσήσαντες/-ασες, κάτω των 18, άνω των 18, παιδιά με πιστοποίηση γονέα, ανθρώπους με υποκείμενα νοσήματα και ποιος ξέρει πόσες άλλες κατηγορίες).
Σήμερα κιόλας μια φίλη μού ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να βγαίνει μόνο με εμβολιασμένους(!), ενώ 22χρονη υπάλληλος πεντάστερου аll inclusive ξενοδοχείου στην Κρήτη μίλησε άσχημα σε πελάτη της γιατί τη ρώτησε αν το προσωπικό του ξενοδοχείου έχει ή σκοπεύει να εμβολιαστεί. Εγώ η ίδια δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν πρέπει να δηλώσω την επιχείρησή μου αμιγώς για εμβολιασμένους ή μεικτή. Καλούμαι να έχω εγώ την ευθύνη αυτής της επιλογής. Δηλαδή καλούμαι να αποκλείω ανθρώπους, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Ποια επιλογή πρέπει να κάνω, λοιπόν, και ποια δεν πρέπει; Δεν έχω ιδέα.
Η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς ζούμε την υπερβολή.
Είναι έτοιμη όμως η κοινωνία να σηκώσει αυτό το μεγάλο βάρος; Είναι έτοιμη να διαχειριστεί αυτά τα θεμελιώδη κοινωνικά ζητήματα, τη μετακίνηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, την πολιτισμένη συνύπαρξη εκεί όπου βρίσκονται αυτά τα νέα όρια, τη νέα «κανονικότητα» και τις συνεχείς προσαρμογές στις νέες «κανονικότητες» που θα τη διαδεχτούν, πιθανώς η καθεμία πιο σκληρή από την άλλη, πιο κοντά στο «Εμείς».
Και για να συνεχίσουμε την παράφραση από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, που χρησιμοποιήσαμε στον τίτλο αυτού του κειμένου: Τι είναι πιο ευγενές; Να υποφέρει κάποιος/-α τα κακά της μοίρας ή να εναντιωθεί και να τα νικήσει;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.