Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Ακούγοντας την δήλωση του Άρτεμη Σώρρα, μπορεί κανείς να αναλογιστεί πολλά και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Δεν θα σταθώ στις εκφραστικές ατέλειες του λόγου του. Δεν θα σταθώ στον τόνο που χρησιμοποιεί ούτε στην παράθεση της «ελληνικής ιστορίας». Ο κάθε καλά ενημερωμένος πολίτης μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Θα σταθώ παρόλ’ αυτά σε μία αντίθεση που κάνει εν τη ρύμη του λόγου: Ανάπηροι άνθρωποι – Κανονικοί άνθρωποι. Θα προσπαθήσω να μην εξετάσω το ζήτημα συναισθηματικά, αλλά τελείως ωμά (όπως κάνει και ο ίδιος, με τον δικό του τρόπο βέβαια), μέσω της οδού των ορισμών.
Είναι μάλλον ξεκάθαρο για τι μιλάει, όταν μιλάει για «ανάπηρους» ανθρώπους: για άτομα που έχουν κάποια σωματική ιδιαίτερη ανάγκη, κάποια ασθένεια ή τραυματισμό που δεν καθιστά δυνατή την πλήρη χρήση του σώματος τους. Και όλοι -λίγο πολύ-, όταν μιλάνε για ανάπηρους-αναπηρία (είτε έχουν την μία είτε την άλλη άποψη για την ύπαρξη τους) αναφέρονται στο γεγονός αυτό.
Το ζήτημα που προκύπτει (νομίζω για πολλούς, αν το αναλογιστούν) είναι το πότε αρχίζει και το πότε τελειώνει η ιδιότητα του «κανονικού ανθρώπου». Λέξεις όπως αυτή («κανονικός») είναι αναμφίβολα – για τους περισσότερους ανθρώπους και ας μην το αρνούμαστε- κάτι το επιθυμητό, το ωραίο. «Θέλω»- λέει ο τάδε- «να είμαι κανονικός» και εννοεί: «να είμαι αποδεκτός», «να μπορώ να μετέχω στο κοινωνικό σύνολο», «να έχω την υγεία μου», «να είμαι ολοκληρωμένος άνθρωπος» και πολλά άλλα.
Και κάπου εδώ ακριβώς χάνω (εγώ προσωπικά) το περιεχόμενο των λόγων του Σώρρα [όχι πως ο ίδιος το ακολουθεί, αλλά ας προσπαθήσουμε να το πιστέψουμε αυτό]: Έννοιες όπως τη λέξη «κανονικός» δεν μπορούμε να τις ορίσουμε επαρκώς, απλούστατα επειδή ο καθένας τις αντιλαμβάνεται διαφορετικά.
Νομίζω η βάση της «ιδέας» αυτής -που, κακά τα ψέματα, δεν έχουμε ακούσει μόνο από τον κύριο Σώρρα και δεν θα είναι ο τελευταίος ο ίδιος που θα την διατυπώσει- καταστρέφεται και σπάει ακριβώς την στιγμή που εγώ και ελπίζω αρκετοί άνθρωποι μαζί με εμένα θα πούμε με κάποιο παράπονο -σχεδόν μικρού παιδιού-, είτε δυνατά είτε όχι: «Μα εγώ δεν νομίζω ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν είναι κανονικοί άνθρωποι».