Ρόλο Πόντιου Πιλάτου υιοθετεί η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ στο θέμα της σημερινής ψηφοφορίας στην Μπούντεσταγκ για την αναγνώριση «της Γενοκτονίας των Αρμενίων και άλλων χριστιανικών μειονοτήτων πριν από 101 χρόνια» (όπως είναι ο τίτλος της απόφασης που τίθεται σε ψηφοφορία), καθώς από τη μια στηρίζει αλλά από την άλλη δεν θα παραστεί η ίδια στη διαδικασία!
Παρότι η εκπρόσωπός της Κρ. Βιρτς επικαλέστηκε τον φόρτο εργασίας της καγκελαρίου ως αιτία για την «πιθανή απουσία» της από την ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ, αναλυτές, στελέχη της αντιπολίτευσης, αλλά και του κυβερνητικού συνασπισμού αναλύουν την κίνηση αυτή ως άλλη μια προσπάθεια της Μέρκελ να διατηρήσει χαμηλούς τόνους απέναντι στην Τουρκία στο πλαίσιο της συμφωνίας για το Προσφυγικό.
Η στάση της καγκελαρίου εν γένει απέναντι στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επικριθεί ιδιαιτέρως, καθώς φαίνεται να κάνει συνεχώς υποχωρήσεις, ακόμα και σε θέματα όπως η αδιαφορία που έχει επιδείξει η τουρκική ηγεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε πλειάδα περιστατικών.
Αντιδράσεις
Μάλιστα η τουρκική πλευρά, όπως στα περισσότερα σημαντικά ζητήματα που έχουν προκύψει το τελευταίο διάστημα υιοθετεί μια ιδιαίτερα επιθετική ρητορική και για το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, που δίνει μια ακόμη πιο προβληματική χροιά στην υποχώρηση της Μέρκελ μπροστά στις σουλτανικές λεκτικές κορώνες.
Συγκεκριμένα ο Ταγίπ Ερντογάν προχθές, λίγες ώρες έπειτα από σχετική τηλεφωνική συνομιλία με την καγκελάριο, δήλωσε: «Εάν η Γερμανία εξαπατηθεί (σ.σ. για τα γεγονότα του 1915), τότε οι διμερείς διπλωματικοί, οικονομικοί, εμπορικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί δεσμοί θα διαταραχθούν».
Από την πλευρά του ο νέος «μεγάλος βεζίρης» Μπιναλί Γιλντιρίμ στις δηλώσεις του υποστήριξε την άποψη του μέντορά του, λέγοντας πως το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία είναι «παράλογο» και υπογράμμισε ότι η υιοθέτησή του «θα έχει αρνητική επίδραση στις διμερείς σχέσεις».
Υπενθυμίζεται εδώ ότι ο Μάρτιν Σέφερ, εκπρόσωπος του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, που στο παρελθόν έχει ξεκαθαρίσει ότι αντιτάσσεται στο ενδεχόμενο αναγνώρισης της γενοκτονίας από τη γερμανική Βουλή, ανέφερε σε δηλώσεις του: «Ελπίζω ότι η απόφαση που θα ληφθεί από την Μπούντεσταγκ δεν θα διαταράξει σε μόνιμη βάση τις σχέσεις με την Τουρκία».
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο πάντως του κειμένου που αναμένεται να ψηφιστεί σήμερα στην Μπούντεσταγκ είναι πως σε αυτό γίνεται ρητή αναφορά και στον ρόλο που έπαιξε η Γερμανική Αυτοκρατορία στις μαζικές σφαγές από τον οθωμανικό στρατό και τους Νεότουρκους.
Το κείμενο αναγνωρίζει ότι παρά τις στενές σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών την περίοδο εκείνη η γερμανική πλευρά δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει τη γενοκτονία για την οποία όμως γνώριζε.
Ο ρόλος
Το κείμενο βέβαια δεν φτάνει στο σημείο να αναγνωρίσει ότι κάποιοι υψηλόβαθμοι Γερμανοί αξιωματικοί και αξιωματούχοι όχι απλά γνώριζαν αλλά στήριζαν αρκετές από τις θηριωδίες εναντίον των Αρμενίων και των Ελλήνων.
Με αφορμή τη σημερινή ψηφοφορία και τις τουρκικές πιέσεις και απειλές, για το θέμα παρέμβαση έκανε και ο πρόεδρος της Αρμενίας Σερζ Σαρκισιάν με συνέντευξή του στην Bild στην οποία ανέφερε: «Ελπίζω ότι οι Γερμανοί βουλευτές δεν θα επιτρέψουν να εκφοβισθούν από την Τουρκία. Δεν πρέπει να φοβάται κανείς ότι η ψηφοφορία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση από τους Τούρκους της συμφωνίας με την ΕΕ η οποία επέτρεψε να μειωθεί η συρροή μεταναστών στην Ευρώπη».
Και συμπλήρωσε: «Οταν αρχίζουμε να κάνουμε συμβιβασμούς για να διαφυλάξουμε βραχυπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα, είμαστε ικανοί να το κάνουμε διαρκώς. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Γερμανία, δεν είναι καλό για την Ευρώπη και δεν είναι καλό για τον κόσμο».
Οι αυτοκρατορίες
Οι σχέσεις Γερμανών – Νεοτούρκων
Η αναγνώριση του ρόλου της γερμανικής αυτοκρατορίας στη γενοκτονία των Αρμενίων από το γερμανικό Κοινοβούλιο και η αναγνώριση της ίδιας της γενοκτονίας για πολλά χρόνια αποτελούσε καυτό θέμα εντός της Γερμανίας, το οποίο η πολιτική ηγεσία απέφευγε να θίξει. Ενδεικτικό είναι ότι πέρυσι η Γαλλία (και άλλα ευρωπαϊκά κράτη) αναγνώρισε οριστικά τη γενοκτονία ενώ στη Γερμανία η οριστική ψηφοφορία αναβλήθηκε χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για συγκεκριμένη ημερομηνία.
Η εξαιρετικά στενή σχέση που διατηρούσε η γερμανική αυτοκρατορία με την οθωμανική αυτοκρατορία στα χρόνια πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια αυτού είναι ένα ευαίσθητο θέμα της γερμανικής ιστορίας και ιστοριογραφίας. Είναι γνωστό ότι πολλοί Γερμανοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί είχαν άμεση γνώση των αποφάσεων του Ενβέρ πασά για εκκαθαρίσεις των πληθυσμών στο πλαίσιο της πολιτικής του εκτουρκισμού των πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την οποία προωθούσαν οι Νεότουρκοι.
Η κεντρική πολιτική της γερμανικής αυτοκρατορίας ήταν να μην υπάρχει καμία συμμετοχή στην εφαρμογή των πολιτικών αυτών. Υπάρχουν όμως σκοτεινά σημεία σε αρκετές περιπτώσεις διπλωματών και στρατιωτικών του Ράιχ, όπως είναι η περίπτωση του Χανς Χούμαν (από τους βασικούς αντιπροσώπους του αυτοκράτορα στην οθωμανική αυτοκρατορία, εκδότη της εφημερίδας Deutsche Allgemeine Zeitung και προσωπικού φίλου του Ενβέρ πασά) και του στρατηγού Μπρόνσαρτ φον Σέλεντορφ, ο οποίος υπήρξε επικεφαλής του γενικού επιτελείου του οθωμανικού στρατού.