Γράφει ο Ceteris Paribus
Βαδίζουμε στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μέσα σε τρία χρόνια. Λίγους μόνο μήνες αφότου τελειώσει η μία ανακεφαλαιοποίηση, αρχίζει η συζήτηση για την ανάγκη νέας! Η οποία ξανά δεν λύνει οριστικά το πρόβλημα, και πάλι από την αρχή… Το γεγονός θα μπορούσε να είναι τυχαίο, αλλά δεν είναι. Με τις ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών παίζονται πολλά «παιχνίδια» – συνολικά η τύχη των ελληνικών τραπεζών είναι ένα μεγάλο πολιτικό και οικονομικό «παίγνιο». Κάθε ανακεφαλαιοποίηση μέχρι τώρα ήταν «μισή» και προετοίμαζε με μαθηματική ακρίβεια την επόμενη. Η παρούσα, τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, επαναλαμβάνει ακριβώς τα ίδια: είναι «μισή» και γι’ αυτό… ύποπτη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
• Η πρώτη -και μεγαλύτερη- ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών έγινε το 2013 – δεν εξετάζουμε τις άλλες μορφές στήριξης που δέχτηκαν μέχρι τότε οι τράπεζες, αρχίζοντας από το πρώτο «πακέτο» Αλογοσκούφη το 2008, οι οποίες έγιναν με τη μορφή εγγυήσεων του Δημοσίου που έφτασαν τα 238 δισ. ευρώ! Το συνολικό ύψος των κεφαλαίων που απορροφήθηκαν από τις τράπεζες ήταν 29 δισ. ευρώ και συμμετείχε κυρίως το ΤΧΣ, σε ποσοστό 85%. Από τα μη απορριφθέντα κεφάλαια που εκταμιεύτηκαν στο πλαίσιο του πρώτου «πακέτου» ανακεφαλαιοποίησης και στη βάση της δανειακής σύμβασης που συνόδευσε το δεύτερο μνημόνιο, «περίσσεψαν» 11,5 δισ. ευρώ. Τα οποία τελικά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να «αποποιηθεί» στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και έτσι επέστρεψαν στα ταμεία του ESM.
• Στη συνέχεια, το 2014, διαπιστώθηκε ότι οι τράπεζες χρειάζονταν επιπλέον κεφαλαιακή ενίσχυση, που αυτή τη φορά ανήλθε σε 8 δισ. ευρώ και την κάλυψαν εξ ολοκλήρου οι ιδιώτες μέσα από αυξήσεις κεφαλαίου (ΑΜΚ) και ομολογιακά δάνεια.
• Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, το 2015, διαπιστώνεται ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης ύψους – σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση- 25 δισ. ευρώ. Όμως, όπως δήλωσε περιχαρής στο Bloomberg «ανώτατος Ευρωπαίος αξιωματούχος», τελικά από τα αρχικώς εκτιμώμενα 25 δισ., ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) θα χρειαστεί να διαθέσει μόνο 10 ή ίσως και λιγότερα από 10 δισ. ευρώ. Κάτι θυμίζει αυτό προφανώς…
Ας εξετάσουμε λοιπόν τι συμβαίνει εδώ.
Κατ’ αρχάς, είναι φανερό ότι κάθε φορά υποεκτιμώνται οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Και πράγματι, κάθε φορά, ιδιαίτερα τη δεύτερη και την τωρινή τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, επαναλαμβανόταν με στερεότυπο τρόπο το εξής: Διαρροές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τους δανειστές εκτιμούσαν ότι απαιτούνται κεφάλαια μεγάλου ύψους. Αμέσως κινητοποιούνταν οι διοικήσεις των τραπεζών (για λογαριασμό των μεγαλομετόχων τους), οι ξένοι κάτοχοι μετοχικών κεφαλαίων, η ΤτΕ (ιδιαίτερα στη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση) και η κυβέρνηση (φανερά ή υπογείως) πιέζοντας ώστε ο «λογαριασμός» της ανακεφαλαιοποίησης να μειωθεί δραστικά. Ιδιαίτερα στη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση, ο τότε διοικητής της ΤτΕ κ. Γιώργος Προβόπουλος «έδωσε ρέστα» ώστε να μειωθούν οι ανάγκες της ανακεφαλαιοποίησης στα μέτρα των ιδιωτών μετόχων. Και πράγματι έτσι έγινε: οι εκτιμώμενες ανάγκες μειώθηκαν σε κλάσμα των αρχικών, ώστε όλα τα κεφάλαια απορροφήθηκαν από τους ιδιώτες.
Έτσι, με τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση οι τράπεζες επαναϊδιωτικοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό – με την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση είχαν «κρατικοποιηθεί» σε ποσοστά άνω του 80%, αφού το ΤΧΣ διέθεσε μεγάλα ποσά για την ανακεφαλαιοποίηση τους.
Με την παρούσα, τρίτη ανακεφαλαίωση, από την πλευρά της ΕΚΤ οι ανάγκες εκτιμώνταν αρχικώς στα 17 – 18 δισ. ευρώ. Ποσό που είναι σύμφωνο με το «πακέτο» των 25 δισ. ευρώ που έχει προβλεφθεί στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου ειδικά για τις τράπεζες. Έπεσαν ξανά «λυτοί και δεμένοι» από την πλευρά των ιδιωτών μετόχων, Ελλήνων και ξένων, για να μειωθούν στα μέτρα τους. Και όντως έτσι έγινε. Στο βασικό σενάριο, οι ανάγκες εκτιμήθηκαν σε 4,4 δισ. ευρώ, ποσό που εκτιμάται ότι μπορούν να καλύψουν στο σύνολό του οι ιδιώτες, παλιοί και νέοι μέτοχοι. Έτσι, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, θα συνεχιστεί η διαδικασία επαναϊδιωτικοποίησης των τραπεζών, παρά το ότι «χρειάστηκε» ένα ολόκληρο νέο μνημόνιο και προβλέψεις δανειακού «πακέτου» ύψους 25 δισ. ευρώ δημόσιας δαπάνης. Έναντι όλων αυτών, σε πρώτη φάση θα αυξηθεί το μετοχικό ποσοστό των ιδιωτών.
Για να έχουμε ξανά αύξηση του μετοχικού ποσοστού του κράτους, θα πρέπει να επιβεβαιωθούν οι κίνδυνοι που προβλέπει το δυσμενές σενάριο, βάσει του οποίου οι κεφαλαιακές ανάγκες θα ανέλθουν σε 14,4 δισ. ευρώ. Προς το παρόν, το μόνο βέβαιο είναι πως αν οι νέες αυξήσεις κεφαλαίου (ΑΜΚ) και οι νέες ομολογιακές εκδόσεις των τραπεζών καλυφθούν από την αγορά, θα αυξηθεί το μετοχικό ποσοστό των ιδιωτών – αντί για το επίφοβο dilution («αραίωμα»), δηλαδή μείωση αυτού του ποσοστού.
Πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι λίγους μήνες ύστερα από τις ΑΜΚ, θα ξαναρχίσει η συζήτηση ότι χρειάζεται νέα κεφαλαιακή ενίσχυση, θα ξαναρχίσουν οι «κόντρες» για το ύψος της, για το πώς θα αποφευχθεί μεγάλο dilution για τους ιδιώτες μετόχους κ.λπ. – τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα…
Όμως, έτσι, με τις «μισές» ανακεφαλαιοποιήσεις ώστε να «βολεύονται» οι ιδιώτες μέτοχοι, έχουμε δύο καταλυτικές συνέπειες:
Πρώτο, οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών δεν καλύπτονται ποτέ ουσιαστικά, αυτές λειτουργούν πάντα σε συνθήκες κεφαλαιακής ανεπάρκειας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να παίξουν το ρόλο τους σαν χρηματοδοτών της οικονομίας. Στην προκείμενη περίπτωση, οι τράπεζες για να καλύψουν τις «άδηλες» κεφαλαιακές ανάγκες θα πιεστούν να πουλήσουν όσο-όσο δάνεια σε distress funds και να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς με κίνδυνο να επιδεινώσουν τους ισολογισμούς τους.
Δεύτερο, μέχρι τώρα κάθε μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση σήμαινε και… νέο μνημόνιο. Η μη «εμπροσθοβαρής» και επαρκής κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, συντηρούσε τα κρισιακά φαινόμενα, επέτεινε την ύφεση, επέτεινε τις τριβές των τραπεζών και της κυβέρνησης με την κοινωνία, έφερνε πιο κοντά το επόμενο μνημόνιο.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο είναι που η «μισή» τρίτη ανακεφαλαίωση γίνεται… ύποπτη. Διότι οι δανειστές έχουν αποδείξει και με το παραπάνω πως δεν εμπιστεύονται τα ελληνικά προγράμματα προσαρμογής που οι ίδιοι επιβάλλουν, και είναι πάντα έτοιμοι για το επόμενο…