Γράφει ο Ιωάννης Π. Χουντής*
Είναι ένα γενικό φαινόμενο, που παρουσιάζεται τα τελευταία δύο και κάτι έτη στην Ελλάδα, η πλήρης απουσία Αξιοκρατίας και η επικράτηση των συγγενών, φίλων και “συντρόφων” σε διάφορες ζωτικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναξιοκρατίας το Υπουργείο Παιδείας δια σχετικού σχεδίου νόμου, που έχει κατατεθεί στη Βουλή, επιχειρεί να επηρεάσει και τον χώρο της Εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα ο κ. Γαβρόγλου προτείνει μία νέα μέθοδο επιλογής –δικής του μάλλον εφευρέσεως- των Διευθυντών των Σχολικών Μονάδων και των Ε.Κ. Στην επιλογή συγκεκριμένων προσώπων θα έχει λόγο και η Γνώμη του Συλλόγου Διδασκόντων της εκάστοτε σχολικής μονάδος. Άνευ μοριοδοτήσεως αλλά με ένταξη στα συνεκτιμώμενα προσόντα από το ΠΥΣΔΕ.
Εγείρονται ερωτήματα: πως θα κρίνει κάποιος έναν συνάδελφό του, που δεν έχει δει την πορεία του παρά μόνο μία χρονιά; Πως μπορεί ένας σύλλογος να εκτιμήσει τα διοικητικά προσόντα ή τις αδυναμίες ενός συναδέλφου, που δεν τον “έζησε” στην διοίκηση; Εάν πάλι ένας συνάδελφος υπηρετεί στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση με απόσπαση, ποιος θα γράψει αναφορά για εκείνον;
Το δε ΠΥΣΔΕ διευρύνεται με δύο ακόμη πρόσωπα τα οποία ορίστηκαν ήδη. Ένας σχολικός σύμβουλος με τον αναπληρωματικό του και ένας καθηγητής με τον αντίστοιχο αναπληρωματικό του. Αλλά με ποια κριτήρια ορίστηκε ο καθηγητής; Άγνωστο.
Ας μην ξεχνάμε τον σημαντικό ρόλο του Διευθυντή του Σχολείου, που φοιτούν οι νεαροί Έλληνες μαθητές. Ο ρόλος του κομβικός και καίριος δεν επιτρέπει την αυθαίρετη και τουλάχιστον “περίεργη” διαδικασία επιλογής του, όπως προωθεί το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Εν τούτοις δεν είναι πρώτη φορά, που η Κυβέρνηση ωθεί τα πράγματα προς την πλευρά της αναξιοκρατίας. Θα αντιδράσει κανείς;
*Ο Ιωάννης Χουντής είναι Πρόεδρος του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών “Κέντρο Αστικής Μεταρρύθμισης” (www.keasm.gr) και Κλασικός Φιλόλογος.