Ένας βασικός δείκτης των μισθών της Ευρωζώνης δεν κατάφερε να καταγράψει επιβράδυνση στις αρχές του 2024, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που υπολογίζουν σε μια επιβράδυνση για να διατηρήσουν την υποχώρηση του πληθωρισμού σταθερή.
Οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 4,7% σε σχέση με πέρυσι το α’ τρίμηνο, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα η κεντρική τράπεζα.
Αυτό αποτελεί υψηλότερο ποσοστό από το 4,5% τους τελευταίους τρεις μήνες του 2023 και αντιστοιχεί σε ποσό-ρεκόρ που σημειώθηκε το γ’ τρίμηνο του περασμένου έτους. Σημειωτέον πως οι περισσότεροι οικονομολόγοι ανέμεναν μείωση ή σταθεροποίηση.
Οι ενδείξεις για συνεχείς ανοδικές πιέσεις αυξήθηκαν πρόσφατα, καθώς η Bundesbank δήλωσε ότι οι μισθοί στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αυξήθηκαν κατά 6,2% μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου, ενισχυμένοι από τις αφορολόγητες εφάπαξ πληρωμές για την αποζημίωση των εργαζομένων ως προς την αντιμετώπιση της αύξησης του κόστους διαβίωσης.
Τα στοιχεία αυτά επικαιροποιήθηκαν μόλις δύο εβδομάδες πριν η ΕΚΤ αναμένεται ευρέως να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκιά της. Ενώ η αύξηση των τιμών καταναλωτή έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποστηρίζουν ότι η επιστροφή στον πληθωριστικό στόχο του 2% εξαρτάται από την αλληλεπίδραση μεταξύ μισθών, εταιρικών κερδών και παραγωγικότητας.
Καθώς τα σοκ της προσφοράς των τελευταίων ετών υποχωρούν, μεγάλο μέρος της εναπομένουσας ανησυχίας επικεντρώνεται στον πληθωρισμό στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από το κόστος εργασίας.
Σε πρόσφατη ανάρτησή τους, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ ανέφεραν ότι η γενική τάση στους μισθούς είναι καθοδική, επικαλούμενοι το νεοσύστατο εργαλείο της κεντρικής τράπεζας για την παρακολούθηση των εξελίξεων.
«Η αύξηση των μισθών αναμένεται να συνεχιστεί το 2024, γεγονός που συνάδει με τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων και αντανακλά την πολυετή διαδικασία αναπροσαρμογής των μισθών», σημείωσαν, προσθέτοντας πως «ωστόσο, οι μισθολογικές πιέσεις φαίνεται ότι θα επιβραδυνθούν στα τέλη του έτους. Τα στοιχεία του προγράμματος παρακολούθησης μισθών της ΕΚΤ για τους πρώτους μήνες του έτους, όταν πραγματοποιούνται οι περισσότερες συμφωνίες, δείχνουν ότι οι διαπραγματευτικές μισθολογικές πιέσεις μετριάζονται».
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο του Bloomberg Economics, Ντέιβιντ Πάουελ, «οι διαπραγματευόμενοι μισθοί στη ζώνη του ευρώ επιταχύνθηκαν ελαφρώς τους πρώτους τρεις μήνες του έτους. Αυτό είναι απίθανο να εκτροχιάσει την πρώτη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούνιο, αλλά θα κρατήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής νευρικούς σχετικά με τη δέσμευση για μελλοντικές μειώσεις».
Οι επενδυτές περιόρισαν τα στοιχήματα για μειώσεις των επιτοκίων μετά τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα στοιχεία για τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα στην Ευρωζώνη.
Αναμένουν, πια, 62 μονάδες βάσης χαλάρωσης φέτος – κάτι που ισοδυναμεί με δύο μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης και 50% πιθανότητα για μια τρίτη.
Μια πρόκληση για τους αξιωματούχους που αξιολογούν τις μισθολογικές τάσεις είναι ότι οι μισθοί διαμορφώνονται με διαφορετικούς τρόπους σε όλη την νομισματική ένωση των 20 χωρών. Ενώ οι σημερινοί αριθμοί της Γερμανίας διογκώνονται από την εφαρμογή των συμφωνιών που συνήφθησαν στο παρελθόν, η ανάπτυξη έχει ήδη αρχίσει να επιβραδύνεται σε ορισμένες από τις άλλες μεγάλες οικονομίες της περιοχής.
Περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις αμοιβές των εργαζομένων θα αποκαλυφθούν μια ημέρα μετά την απόφαση της ΕΚΤ τον Ιούνιο, όταν η Eurostat δημοσιεύσει τα στοιχεία της όσον αφορά τον μισθό ανά εργαζόμενο – μια μέτρηση που ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν έχει αποκαλέσει ως τον πιο ολοκληρωμένο δείκτη των μισθολογικών πιέσεων.
Τον Μάρτιο, η κεντρική τράπεζα προέβλεψε ότι η ανάπτυξη σε αυτόν τον δείκτη θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 4,5% φέτος και θα επιβραδυνθεί στο 3% το 2026. Αυτό είναι ένα επίπεδο που θεωρεί ότι είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνο με τον πληθωριστικό στόχο της.
Πάραυτα, ο συνδυασμός της σταθερότερης οικονομικής ανάπτυξης και των ισχυρότερων μισθολογικών αυξήσεων σημαίνει ότι τα περιθώρια της ΕΚΤ για μείωση των επιτοκίων μετά τον Ιούνιο είναι «σαφώς περιορισμένα», σύμφωνα με τον παγκόσμιο επικεφαλής μακροοικονομικών ερευνών της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι.
Πηγή newmoney.gr