Γράφει ο Ηλίας Κάτρης
Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, ένα δημοψήφισμα που εν τέλει δεν οδήγησε πουθενά και μόνο την κατάσταση επιδείνωσε καθώς το ερώτημα δεν ήταν ξεκάθαρο και ο τρόπος διεξαγωγής του ήταν χείριστος. Με αφορμή αυτό γράφω αυτό το κείμενο.
Σκέφτομαι όμως να μην προχωρήσω σε κάποια οικονομική ανάλυση για τους περιορισμούς κεφαλαίων και για την αβεβαιότητα που έφερε όλη η περήφανη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης, νομίζω με αφορμή τη «μαύρη» επέτειο του διχαστικού και κάλπικου διλήμματος του δημοψηφίσματος περισσότερο αξίζει να θυμηθώ λίγο σκόρπιες αναμνήσεις από εκείνες τις μέρες, όπως τις ζήσαμε εφιαλτικά τόσο εγώ όσο και άλλα νέα άτομα που ήμασταν εγκλωβισμένοι στο εξωτερικό με ελληνικές κάρτες.
Ως φοιτητής των Οικονομικών και της Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, εκείνες τις μέρες αναγκαστικά μετά την προκήρυξη δημοψηφίσματος έφυγα για την Φρανκφούρτη καθώς ο Ιούλιος στην Γερμανία είναι μήνας εξεταστικής. Δεν ξέρω αν ένιωσα περήφανος για τη διαπραγμάτευση Τσίπρα εκείνες τις μέρες, σίγουρα πάντως ένιωσα βαθιά ντροπή όσο ποτέ όταν στα μαγαζιά και στα σουπερμάρκετ οι κάρτες μου από ελληνικές τράπεζες έδιναν σήμα “payment declined”. Εθνική υπερηφάνεια μάλλον δεν ένιωσα ούτε όταν άκουγα στο πανεπιστήμιο από τους Γερμανούς να μιλούν για μπλοφατζήδες και αφερέγγυους έλληνες.
Εκείνες τις πρώτες μέρες σε μας στο εξωτερικό οι ελληνικές τραπεζικές κάρτες ήταν μπλοκαρισμένες για κάποιες μέρες και δεν επέτρεπαν ούτε το ημερήσιο όριο συναλλαγών των 60 ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση στο κλίμα έπαρσης της ότι θα αλλάξει την Ευρώπη τιμωρούσε καθαρά κάθε φοιτητή που δεν είχε όλα του τα χρήματα σε καταθέσεις σε ξένες τράπεζες και ακόμα είχε το κομπόδεμα του στο ελληνικό σύστημα. Κατόπιν η κατάσταση ομαλοποιήθηκε και το 60 ευρώ τη μέρα έγινε καθημερινό happy hour για όλους τους φοιτητές εκεί. Με την ΕΚΤ δίπλα μας και με φίλους τραπεζίτες γνωρίζαμε κάθε μέρα από διαρροές διάφορες φάσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σχετικά με τα επόμενα βήματα των διοικήσεων των τραπεζών και της ΕΚΤ και σχετικά με τη ρευστότητα του συστήματος, τις οποίες και μόνο ως ανάμνηση με τρομάζουν και για αυτό δεν θα τις παραθέσω.
Όταν ήμουν σε επικοινωνία με την Ελλάδα και την οικογένεια μου και τους φίλους μου εκεί σίγουρα λάμβανα διαφορετικό κλίμα από αυτό της τεχνοκρατικής Φρανκφούρτης, ένα κλίμα ευφορίας, κατάνυξης και υπερηφάνειας που λόγω της δραματικής κατάστασης της οικονομίας μπορεί να παρομοιαστεί με το κλίμα των τελευταίων ημερών της Πομπηίας λίγο πριν καταστραφεί.
Τον καιρό εκείνο είχα την τιμή να τελώ χρέη Προέδρου του Ελληνικού Φοιτητικού Συλλόγου της Φρανκφούρτης και συνεπώς είχα συνεχή ενημέρωση για τις εξελίξεις και άκουγα καθημερινά τις ανησυχίες των μελών που και αυτοί όπως και ‘γω εγκλωβισμένοι στη Γερμανία με σκοπό να στήσουν καριέρα και να συνεχίσουν τις σπουδές τους βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού. Άνθρωποι με ορίζοντες με μόρφωση και με οράματα είχαν καταλήξει να είναι αγχωτικοί φοβισμένοι και αβέβαιοι μέσα σε λίγες μέρες «περήφανης διαπραγμάτευσης». Νομίζω αυτό το κλίμα παρακμής και τρόμου που έλαβα εκείνες τις μέρες δεν θα μπορέσω να το συγχωρέσω ούτε στον κύριο Τσίπρα αλλά ούτε και στον Υπουργό Οικονομικών, τον Τσάρο, τον αχαρακτήριστο (γιατί αλλιώς θα χρησιμοποιήσω βαρείς χαρακτηρισμούς) Γιάννη Βαρουφάκη.
Σίγουρα πολλοί εκείνες τις μέρες έλεγαν ότι όσοι ήμασταν στο εξωτερικό ήμασταν στην καλύτερη θέση και πολλοί χλεύαζαν και έλεγαν ότι τα είναι μια χαρά τα capital controls, καθώς «έλα μωρέ ποιος ξοδεύει περισσότερο από 60 ευρώ τη μέρα». Σε όλους αυτούς δεν μπαίνω καν στον κόπο να απαντήσω.
Κλείνω με την ευχή η χώρα να μην ξαναμπεί σε τέτοιες περιπέτειες και να κυβερνηθεί από ανθρώπους ικανούς και άξιους που εκτός από λόγια θα κάνουν και έργα. Από ανθρώπους που δεν θα είναι άσχετοι και δεν θα την παίζουν στα ζάρια λόγω μικροπολιτικής ή δεν θα την βλέπουν ως ένα παίκτη της θεωρίας παιγνίων. Ως τότε υπομονή.