Του Γιώργου Ευγενίδη
Ο ανασχηματισμός είχε προαναγγελθεί με μύριους όσους τρόπους. Επίσημα, ημιεπίσημα και ανεπίσημα. Αναμενόταν, άλλωστε, από την άνοιξη, όταν έγινε «ο ανασχηματισμός του Φώτη Κουβέλη», ότι οι επόμενες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα θα είναι με λογική αναδιάταξης δυνάμεων, προκειμένου η κυβέρνηση να φύγει προς τα εμπρός.
Για όλα υπάρχει ένα timing. Για παράδειγμα, ένας ανασχηματισμός που γίνεται στο μέσον της τετραετίας έχει σημαντική διαφορά σε σχέση με έναν που γίνεται προς το τέλος της, γιατί ο τελευταίος πρέπει να σηματοδοτήσει μια φυγή προς τα εμπρός και να λειτουργήσει ως η ενσάρκωση της βούλησης της κυβέρνησης να κάνει τα πράγματα διαφορετικά απ’ ότι τα έκανε το προηγούμενο διάστημα, ιδίως, δε, όταν έχει βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο από τις ίδιες της τις επιλογές.
Για παράδειγμα, ευρισκόμενη σε μια παρόμοια θέση και σε μια παρόμοια συγκυρία, η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε προ μερικών ετών τον αλήστου μνήμης ανασχηματισμό με τη στροφή προς τη λαϊκή Δεξιά. Ω! του θαύματος, υφυπουργός σε εκείνο το σχήμα ήταν η Κατερίνα Παπακώστα που ξαναέγινε υφυπουργός τώρα, αλλά στο Προστασίας του Πολίτη και, πλέον, ως επικεφαλής κόμματος που χαράσσει ρότα προγραμματικής συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ. Δεν χρειάζεται να θυμίσω την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά, μετά από εκείνον τον ανασχηματισμό φρονώ, διότι, ακόμα και οι «έξω» κατάλαβαν τότε, ότι οι «εδώ» είχαν καταληφθεί από πανικό, λόγω της αλματώδους ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση είχε να παίξει ένα τελευταίο χαρτί σε επίπεδο προσώπων και αποτελεσματικότητας διακυβέρνησης και επέλεξε να βάλει σε υπουργεία την Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου που έχει βρει φιλόξενη στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ από το 2016 και την Κατερίνα Παπακώστα που εσχάτως είδε το φως το αληθινό και προσέγγισε τον κυβερνητικό συνασπισμό, από εκεί που ήταν βουλευτής της ΝΔ και στόλιζε και τον ίδιο τον κ. Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο, με τον οποίο μπορεί να κατέβει μαζί και σε εκλογές.
Το έκαψε. Ούτε η κυρία Ξενογιαννακοπούλου, ούτε η κυρία Παπακώστα, ούτε ορισμένοι άκαπνοι βουλευτές που ανακαλύφθηκαν για να γεμίσουν θέσεις υφυπουργών, ούτε ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης κ. Καλογήρου που επιστρατεύτηκε για να «φαγωθεί» ο μέχρι πρότινος «επιτυχημένος» υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής αρκούν, προκειμένου η κυβέρνηση να κάνει ένα restart. Τα πρόσωπα στα κύρια πόστα παρέμειναν ίδια, τόσο για την επικοινωνία του πράγματος, όσο, πολύ περισσότερο, για την ουσία αυτού και ο πρωθυπουργός καλείται, επί της ουσίας, να τραβήξει μόνος του κουπί μέχρι τις εκλογές, ελπίζοντας, παράλληλα, ότι ο Πάνος Σκουρλέτης θα καταφέρει να επανασυστήσει τον εν υπνώσει εναπομείναντα κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ανασχηματισμός δεν άλλαξε τίποτε από τα δομικά προβλήματα αυτής της κυβέρνησης. Αν έβρισκε, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός πέντε φρέσκα πρόσωπα, με εμπειρία από την αγορά, κάποιο μήνυμα θα μπορούσε να δώσει. Τι να πει τώρα, όμως, η ανακύκλωση παλαιών υλικών που το ίδιο το πολιτικό σύστημα έχει πετάξει; Απολύτως τίποτε. Και, κάπως έτσι, ο πρωθυπουργός πάει να δώσει μια από τις πιο δύσκολες πολιτικές μάχες που έχει δώσει, με μια ομάδα που έχει συγκεκριμένο «ταβάνι», την ώρα που ο αντίπαλός του, η ΝΔ, είναι σοβαρός, υπολογίσιμος και έχει έναν αρχηγό που εκπέμπει, αν μη τι άλλο, σε όλο και περισσότερους ανθρώπους ειλικρίνεια και εντιμότητα. Ότι, δηλαδή, αυτά που θα πει, αυτά και θα κάνει.