Η ταινία «Ανατομία μιας πτώσης» της Ζυστίν Τριέ, που κατέκτησε τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, προβάλλεται από αυτήν την εβδομάδα στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Στο ξεκίνημα της ταινίας, μια πολύ άβολη συνέντευξη θα καλυφθεί ηχητικά από το μουσικό θέμα στη διαπασών του “P.I.M.P.”, ένα μισογυνιστικό κομμάτι που ακούγεται ιδιαίτερα επιθετικά [γνωστό από τον πρώτο του στίχο: “I don’t know what you know about me”].
Αμέσως μαθαίνουμε ότι η ηρωίδα μας είναι μητέρα, πιθανότατα φιλόζωη [αφού έχει έναν πολύ όμορφο σκύλο], παντρεμένη, συγγραφέας τρίγλωσση που ενσωματώνει το fiction με πραγματικούς χαρακτήρες στα βιβλία της. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μη παρεμβατικό φλερτ μεταξύ των δύο γυναικών [που ίσως δικαιολογείται στη χαλαρότητα του μεσημεριανού κρασιού που μοιράζονται].
Σε ένα υποκειμενικό πλάνο, ο κατά τα άλλα προσεκτικός και συνεπής άντρας της Σάμιουελ Μαλενσκι (που και εν τη απουσία του ήταν παρών σε όλη τη συνέντευξη, αυξομειώνοντας την ένταση της μουσικής), θα καταλήξει στο πυκνό χιόνι νεκρός σε ατύχημα από πιθανή πτώση. Και εδώ αρχίζει η «Ανατομία μιας πτώσης».
Πρόκειται για αυτοκτονία, απόπειρα αυτοκτονίας ή φόνο εκ προμελέτης; «Στα γαλλικά η λέξη αυτοκτονία και η απόπειρα αυτοκτονίας αποδίδεται με την ίδια λέξη», θα μάθουμε, άρα το πραγματικό ερώτημα περιορίζεται στο αν έχουμε να κάνουμε με έναν φόνο εκ προμελέτης ή ένα «μελετημένο ατύχημα». Το ζευγάρι, με τα αγγλικά ως σημείο επαφής (εκείνη είναι Γερμανίδα και αυτός Γάλλος), επικοινωνούν συμβιβασμένα σε no-mans-language. Αυτή η σχέση έχει τελειώσει πριν τον ξαφνικό θάνατο του Σάμιουελ -επίσης συγγραφέα-, καθώς στηριζόταν τα τελευταία χρόνια εξολοκλήρου στην πνευματική διέγερση που είχε τερματιστεί.
Ο γιος τους, Ντάνιελ, είναι 11 ετών και από ατύχημα στα 4 του χρόνια, ευθύνη του οποίου φέρει ο νεκρός πατέρας του, το νεαρό αγόρι είναι σχεδόν τυφλό. Από τότε άρχισε να αλλάζει η δομή των οικογενειακών δεσμών, καθώς «κάποιες φορές τα ζευγάρια είναι ένα χάος. Στιγμές τα μέλη τους παλευουν μαζί και άλλες… χώρια». Συχνά-πυκνά βλέπουμε το παιδί να παίζει «ξεκούρδιστα» (σα να είναι το σάουντρακ της σχέσης) το καλοκουρδισμένο οικογενειακό πιάνο. Αυτή η μουσική, αντιστικτικά με το έντονο μουσικό θέμα που ήδη έχουμε ακούσει αρκετές φορές σε επανάληψη, υπογραμμίζει μια περισσότερο εσωστρεφή ταραχή. Το αγόρι προσπαθεί να είναι παρόν αλλά και απόν σε κάτι απροσδιόριστο που δεν μπορεί να αντιληφθεί ακόμα το μέγεθος του. Μήπως η ίδια η μητέρα του είναι δολοφόνος; Ή το ίδιο αγόρι εμπλέκεται στην απόκρυψη του μυστικού;
Αν η ταινία «Ανατομία μιας πτώσης» έχει κάτι μεγαλειώδες και άξιο αναφοράς, είναι οι ισοζυγισμένες αλλαγές στο βάρος των αφηγήσεων αλλά και των σχέσεων: Η συγγραφέας και ο αποθανών, εκείνη και το παιδί της, αυτή και ο δικηγόρος της.
«Δεν θέλω να αλλάξεις τις αναμνήσεις σου. Θέλω να τους πεις ό,τι θυμάσαι» θα πει η μητέρα στο παιδί της, όταν θα αναγκαστεί να ενταχθεί στο γαϊτανάκι του νόμου. «Ο νόμος», όπως θα μάθουμε αργότερα όμως «δεν μπορεί να είναι φίλος κάποιου, γιατί είναι σίγουρα εχθρός κάποιου άλλου. Ο νόμος πρέπει να είναι ο ίδιος για όλους».
Το νεαρό τυφλό αγόρι, σαν τη δικαιοσύνη, ανακρίνεται. Πριν από εκείνη τη μέρα, ως σιωπηλός ακροατής, μαθαίνει τα μυστικά και ψέματα που επιμελώς δεν γνώριζε για τους ανθρώπους που τον μεγάλωσαν. Όταν, στην προσπάθεια να τον προστατέψουν, θα του ζητηθεί να μην παρευρεθεί στις δικαστικές αίθουσες, αποστομωτικά και με ιδιαίτερη ωριμότητα θα πει στη δικαστή: «Ακόμα και αν μου απαγορέψετε να έρθω στο δικαστήριο, θα μου γίνει εμμονή και θα βλέπω τα τεκταινόμενα από το ίντερνετ και την τηλεοραση».
Όπως σε ένα δικαστήριο, έτσι και σε μια κριτική ανάλυση, όταν μας λείπει ένα στοιχείο και η πίεση γίνεται αφόρητη για να καταλήξουμε σε μια ετυμηγορία, πρέπει να αποφασίζουμε ακόμα και αν δεν ξέρουμε, αλλιώς δεν έρχεται άμεσα η αναγκαία ανακούφιση. Η «Ανατομία μιας Πτώσης» είναι μια μεγάλης ακρίβειας (ως προς τις ανάγκες αφήγησης) ταινία. Μπορεί να παρομοιαστεί με μια εξαιρετική μετάφραση ενός σύγχρονου κλασσικού βιβλίου, που όσο οι μικρές παρεμβάσεις της μεταφράστριας δεν είναι εμφανείς, το μεταφρασμένο υλικό μοιάζει καλύτερο από το πρωτότυπο. Η Ζιστίν Τριέτ γνωρίζει ότι στα χέρια της έχει ένα στιβαρό σενάριο και τουλάχιστον τρεις χαμηλότονες ρωμαλέες ερμηνείες [ιδιαίτερα αυτή της Σάντρα Χιούλερ, στο μέλλον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας]. Στο σύνολο της ταινίας επιλέγει την απλότητα και την αποστασιοποιημένη καταγραφή, όπως έναν χρόνο πριν είχε κάνει η συνάδελφος της, Αλίς Ντιόπ, στο «Saint Omer».
Σε ατμόσφαιρα κινηματογραφημένου θεατρικού που θέλει να υπογραμμιστεί η τεχνική φύση του, εκείνη όμως επιλέγει να «εμφανίσει» την παρουσία της (ελάχιστα μεν, αισθητά δε) με κακότεχνα -και αχρείαστα- zoom in ή επαναλαμβανόμενες νευρικές κινήσεις σε κοντινά πλάνα πάνω σε slider. Κάπως έτσι η ταινία προδίδει το επίπλαστο περιβάλλον πάνω στο οποίο οριοθετείται ο ρεαλισμός.
Πηγή: ertnews.gr