Κακή επικοινωνία και ανίκανο προσωπικό. Αυτά τα δύο ευθύνονται για τη μη άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της επιδημίας Εμπολα στην Αφρική, με αποτέλεσμα να έχει σημάνει παγκόσμιος συναγερμός.
Σε ένα εσωτερικό έγγραφο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που επικαλείται το Associated Press, αναφέρεται ότι οι προσπάθειες του Οργανισμού να σταματήσει την εξάπλωση του ιού ήταν «φτωχές», ενώ παράλληλα καταγγέλλεται η ανικανότητα του ιατρικού προσωπικού και η έλλειψη πληροφοριών.
Την ίδια ώρα, πηγές κοντά στον ΠΟΥ δήλωσαν στο Bloomberg ότι έγιναν πάρα πολλά λάθη στα αρχικά στάδια της επιδημίας, με αποτέλεσμα τώρα όλες οι χώρες να φοβούνται ότι ο θανατηφόρος ιός από ώρα σε ώρα θα χτυπήσει και την πόρτα τους.
Σημειώνεται ότι στις χώρες που πλήττονται περισσότερο -τη Λιβερία, τη Γουινέα και Σιέρα Λεόνε- ο ιός Έμπολα έχει σκοτώσει έως τώρα 4.546 άτομα με τις περιπτώσεις μόλυνσης να φτάνουν τις 9.191, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΠΟΥ.
Εχει ξεσπάσει η απόλυτη θύελλα
Η απόρρητη έκθεση έχει φέρει στο επίκεντρο του διεθνούς Τύπου τον επιπόλαιο τρόπο με τον οποίο ο ΠΟΥ ασχολήθηκε με το ξέσπασμα του ιού κατά τους πρώτους μήνες, αφού έλαβε τις πρώτες εκθέσεις για περιστατικά Έμπολα στη Γουϊνέα το Μάρτιο.
Η ΜΚΟ «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» προειδοποίησε τον Απρίλιο ότι η επιδημία ήταν εκτός ελέγχου – κάτι που αμφισβητήθηκε από τον ΠΟΥ εκείνη τη χρονική στιγμή.
«Σχεδόν όλοι όσοι εμπλέκονται στην αντιμετώπιση του ξεσπάσματος του Εμπολα απέτυχαν να δουν το προφανές», αναφέρεται στο έγγραφο που επικαλείται το Associated Press.
Στο προσχέδιο εγγράφου -που αποτελεί το χρονικό της επιδημίας- αναφέρεται ακόμη ότι οι εμπειρογνώμονες θα έπρεπε να έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι περιορισμού μολυσματικών νόσων δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σε μια περιοχή με πορώδη σύνορα και ανεπαρκή συστήματα υγείας.
Μεταξύ των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με το AP και το Bloomberg είναι τα εξής:
-Εμπειρογνωμόνες του ΠΟΥ απέτυχαν να στείλουν αναφορές στην έδρα του Οργανισμού στη Γενεύη
-Υπήρξαν γραφειοκρατικά εμπόδια που εμπόδισαν την μεταφορά 500.000 δολαρίων ως βοήθεια για άμεση ανταπόκριση στη Γουινέα
-Γιατροί δεν μπορούσαν να φτάσουν στην περιοχή επειδή δεν είχε θεωρηθεί η βίζα τους
Απαντώντας στους ισχυρισμούς αυτούς, η επικεφαλής του ΠΟΥ στο πεδίο της παγκόσμιας αντίδρασης και συναγερμού, Ιζαμπέλ Νιουτάλ, δήλωσε στο BBC: «Θα έρθει η ώρα που θα κάνουμε έρευνα. Αυτή τη στιγμή πρέπει να επικεντρωθούμε στο πώς ανταποκρινόμαστε».
Η ίδια, μάλιστα, είπε ότι ο ιός μέχρι τότε δεν είχε εμφανιστεί στη Δυτική, αλλά μόνο στην Κεντρική Αφρική.
Νωρίτερα, η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ, Μάργκαρετ Τσαν, δήλωσε στο Bloomberg ότι η ίδια «δεν είχε ενημερωθεί πλήρως για την εξέλιξη της επιδημίας» και παραδέχθηκε ότι η αντίδραση του Οργανισμού ίσως να μην ήταν αντάξια της «κλίμακας» και της «πολυπλοκότητας» της εξάπλωσης του ιού.
Ο συνδυασμός του εσωτερικού εγγράφου του ΠΟΥ που διέρρευσε και των ειλικρινών σχολίων από την κυρία Τσαν εντείνουν τις ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών του Οργανισμού ενάντια στον Εμπολα.
Τον Απρίλιο, οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» περιέγραψαν το ξέσπασμα της Δυτικής Αφρικής ως πρωτοφανές, προειδοποιώντας ότι κινδύνευε να τεθεί εκτός ελέγχου. Ο ΠΟΥ απάντησε ότι είχε δει μόνο σποραδικά(!) κρούσματα σε μία περιορισμένη γεωγραφική περιοχή. Δεν ήταν παρά τον Αύγουστο που ο Οργανισμός παραδέχτηκε πως η διεθνή αντίδραση μπορεί να ήταν πολύ αργή.
Τι φοβήθηκε ο ΠΟΥ
Οπως μεταδίδει το BBC, ίσως οι αξιωματούχοι του Οργανισμού φοβήθηκαν τις κατηγορίες για υπερβολές: το 2009 ο ΠΟΥ κήρυξε άμεσα συναγερμό για μια παγκόσμια πανδημία της γρίπης των χοίρων, συμβουλεύοντας τις χώρες να δώσουν δισεκατομμύρια για θεραπείες και εμβόλια κατά του ιού που είχε ως αποτέλεσμα πολύ λιγότερους θανάτους από εκείνους που προκαλεί μία εποχιακή γρίπη.
Υπάρχουν καταγγελίες, επίσης, ότι το περιφερειακό γραφείο του ΠΟΥ στην Αφρική μπορεί να είναι η «πηγή του κακού», καθώς το προσωπικό του δεν παρακολούθησε σωστά το ξέσπασμα και την εξέλιξη του Έμπολα στη Δυτική Αφρική. Πλέον έχει γίνει γνωστό ότι το πρώτο περιστατικό με Έμπολα κατεγράφη το Δεκέμβριο, αλλά οι πρώτες περιπτώσεις δεν έγιναν γνωστές στους αρμόδιους μέχρι τον Μάρτιο.