Στις Αθηναίες, τους Αθηναίους και όλους τους επισκέπτες της πόλης αποδίδεται ξανά απόψε η πλατεία Ομονοίας που αποκτά και πάλι ζωή, ομορφαίνοντας και αναβαθμίζοντας ολόκληρη την περιοχή.
Το εμβληματικό τοπόσημο της πρωτεύουσας δεν είναι πλέον ένας γκρίζος κυκλοφοριακός κόμβος αλλά ένα πανέμορφο σημείο συνάντησης όπως συνέβαινε προηγούμενες δεκαετίες, μέρος του Μεγάλου Περιπάτου της πόλης που δημιουργείται το επόμενο διάστημα από τον Δήμο Αθηναίων.
Με την ευγενική προσφορά σημαντικών δωρητών και με τον σχεδιασμό και την φροντίδα των ανθρώπων του Δήμου ,στην Ομόνοια ξεκινά να λειτουργεί το πανέμορφο τεράστιο σιντριβάνι -ένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο νερού σε ολόκληρη την Ευρώπη- με διάμετρο 30 μέτρων που ο κεντρικός του πίδακας τινάζει το νερό σε ύψος ως και 20 μέτρα ενώ συνολικά διαθέτει 188 δέσμες νερού και 177 υποβρύχιους προβολείς που δημιουργούν μια πανδαισία φωτός και χρωμάτων. Γύρω από το σιντριβάνι φυτεύτηκε γκαζόν και ολόκληρη η υπόλοιπη πλατεία, συνολικού εμβαδού 4,5 στρεμμάτων, καλύφθηκε με φιλικά στο περιβάλλον υλικά που ιδιαίτερα στην διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών χαμηλώνουν την θερμοκρασία. Σε λειτουργία μπαίνει επίσης ξανά, μετά από πολλά χρόνια και το σπουδαίο υδροκινητικής λειτουργίας γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου.
Δείτε το βίντεο με την εξέλιξη του έργου της πλατείας Ομονοίας
Δείτε την ανάρτηση του δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη
Σε ανάρτησή του ο Κώστας Μπακογιάννης γράφει ένα νοσταλγικό κείμενο που συνδέει την ιστορική βαρύτητα της πλατείας με το σήμερα, μέσα από μια διήγηση του πατέρα του, Παύλου Μπακογιάννη.
««Τράβα στην Ομόνοια», του είχε πει ο θείος του «και όλο και κάποιον γνωστό θα βρεις». Τέλος της δεκαετίας του ‘50, ο πατέρας μου, για πρώτη φορά, παίρνει το ΚΤΕΛ για Αθήνα. Με μια καρό βαλίτσα στο χέρι, σήμα κατατεθέν ότι είναι από επαρχία, μετά από 7,5 ώρες, φτάνει στην Ομόνοια. Αντικρίζει ένα πολύβουο μελίσσι ανθρώπων. Ήμασταν παιδιά, αλλά θυμάμαι την περιγραφή: Πλανόδιοι πωλητές διαφήμιζαν την πραμάτεια τους, από τσατσάρες και τρανζίστορ μέχρι κουλούρια και σάμαλι. Τα περίπτερα ήταν τόσο γεμάτα από πράγματα που φοβόσουν ότι θα καταρρεύσουν. Άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους και πολλοί νέοι με την ίδια καρό βαλίτσα έψαχναν τον δρόμο τους. Στη μέση της πλατείας, ένα μεγάλο σιντριβάνι δρόσιζε την ατμόσφαιρα και ενίοτε και το πρόσωπό σου. Γύρισε την πλατεία τουλάχιστον 30 φορές. Εκεί που στάθηκε όμως και πέρασε δυο ώρες ήταν στις ηλεκτρικές σκάλες. Τις ανέβαινε και τις κατέβαινε, προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα έγραφε στον πατέρα του, τον παπά, για να τις περιγράψει. Αισθανόταν, μας έλεγε, δεκαετίες μετά, πως αφού έφτασε εδώ, όλα είναι δυνατά. Στο σήμερα, που όλα τριγύρω αλλάζουν και που η κεντρική πλατεία της πόλης έχει πολλές σημειολογίες, ένα μένει ίδιο: Η αισιοδοξία της Ομόνοιας. Και η συμβολική της διάσταση ως απάντηση στην ανισότητα. Αυτή η πλατεία συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο, την κάτω Αθήνα με την πάνω. Τη μνήμη και το όνειρο. Κι ως τέτοια μας ξανασυστήνεται, παντοτινό σύμβολο ελπίδας».