Γράφει ο Γρηγόρης Πιτταράς
Την μόνη τελικά προεκλογικά συγκεκριμένη δέσμευση της, που δείχνει η κυβέρνηση να μην αποσύρει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, είναι η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Βεβαία το θέμα αυτό για οικονομολόγους/διαπραγματευτές με μακροοικονομική σκέψη, είναι δύσκολο να συμπρωταγωνιστήσει με προβλήματα όπως η χρηματοδότηση και η ρευστότητα.
Σε πάσα περίπτωση και ανεξάρτητα από πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, η άποψη «πρωτίστως η ανθρωπιστική κρίση», δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η συνέχιση της αποπληρωμής του όποιου χρέους ή η όποια ποσοτική χαλάρωση και γενικά οτιδήποτε μακροοικονομικό, έστω και επί τα βελτίω, δεν αντιμετωπίζει την ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα. Άσε δε,που όποιες ομάδες, κατηγορίες πολιτών θέλησαν να δημιουργήσουν επί τη βάσει κοινωνικής δικαιοσύνης,είναι αδύνατον να τις προσδιορίσουν επ’ακριβώς,όσες αναγνώσεις και αν κάνουν.Πιο άπορος κι από τον άπορο είναι ένας έμπορος,που δεν εξυπηρετεί εφορία και ασφαλιστικό ταμείο,όταν ίσα ίσα καλύπτει κάποια έξοδα της επιχειρήσεως και της οικογένειας του.
Οπότε ας μιλήσουμε πλέον με μικροοικονομικούς όρους για να φρενάρουμε την ψυχολογική και οικονομική εξαθλίωση του μείζονος αριθμού των Ελλήνων πολιτών. Αντί να μοιράζονται «αντίδωρα» (κοινωνικά μερίσματα,κουπόνια,συσσίτια,κοινωνικά παντοπωλεία,100 δόσεις κλπ) πρέπει να τονωθεί ΚΑΙ η εσωτερική αγορά. Με το κοινό «νόμισμα» και όπως αυτό διατίθεται και κυκλοφορεί, είναι αδύνατον να απολαύσουν άνεργοι,«εργαζόμενοι»,ημιαπασχολούμενοι,απλήρωτοι κλπ κάποια βασικά αγαθά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και την ανέχεια αυτών αλλά και την φυσιολογική απώλεια,λόγω φύρας,αυτών των αγαθών.
Και επειδή το πολιτικό μας σύστημα,ως φαίνεται,θεωρεί το κοινό «νόμισμα» ως το απόλυτο φετίχ,για να μην ταράξει κάποιους «κύκλους»,επιμένει πεισματικά σ’αυτό χωρίς να «θέλει» να καταλάβει πως το ευρώ έχει αξία μόνον για αυτούς,που το έχουν και με αυτό καλοπερνούν.
Κατά την γνώμη μου η μικροοικονομία,δηλαδή η οικονομία της καθημερινότητας,πρέπει να δημιουργήσει ένα εργαλείο για την ανθρωπιστική κρίση. Το εργαλείο αυτό θα μπορούσε να είναι η κυκλοφορία ενός παράλληλου νομίσματος,με τα ακόλουθα,παραδείγματος χάριν,χαρακτηριστικά.
1. Ελεγχόμενο ως προς την κυκλοφορία του.Δηλαδή θα εκδοθεί συγκεκριμένο ποσό π.χ. ανάλογο με την απώλεια του ΑΕΠ από το 2010 έως το 2014.(μετρήσιμο μέγεθος).
2. Η ισοτιμία του με το ευρώ θα θεσπιστεί έστω επί τη βάσει κάποιου λογιστικού ισότιμου και θα παραμείνει σταθερή.
3. Η διάρκεια της κυκλοφορίας του θα διαρκέσει μέχρι να «πιάσουμε» κάποιο ποσοστό ανάπτυξης της οικονομίας μας και να υπάρξει πρόβλεψη σταδιακής απόσυρσης.
4. Η διάθεση του θα γίνεται από το Κράτος, μέσω κάποιου μέρους των δημόσιων επενδύσεων,της 13ης σύνταξης,τα επιδόματα ανεργίας ή απασχολήσεως και άλλων οδών.Θα κυκλοφορήσει άρα για όλον τον πληθυσμό και όχι μόνον για κάποιες πληθυσμιακές ομάδες με κριτήρια γεμάτα κοινωνικά σφάλματα.
5. Θα είναι φορολογήσιμο,έτσι ώστε να μην συσσωρευτεί αλλά να ανακυκλώνεται,στα πλαίσια του κρατικού ελέγχου.
6. Η αγοραστική του δυνατότητα θα είναι συγκεκριμένη. Δηλαδή δεν θα μπορεί να πληρωθεί η ΔΕΗ,θα μπορούν όμως να αγοραστούν αγαθά με ημερομηνία λήξεως,προκειμένου αυτά να μην πεταχτούν.Από ψωμί και φρούτα μέχρι φάρμακα.
7. Η συναλλαγή θα είναι προαιρετική. Κανείς δεν θα υποχρεώνεται να πουλήσει ή να αγοράσει με το νόμισμα αυτό. Απλώς μια επιχείρηση προκειμένου να πετάξει ή να θελήσει να ρευστοποιήσει κάποια αγαθά, ίσως επιλέξει να τα πουλήσει χωρίς να πληρωθεί σε ευρώ. Θα μπορέσει όμως να καλύψει κάποια έξοδα,που αντιστοίχως δεν θα απαιτούν ευρώ. Ίσως η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ,να καταβληθεί στο παράλληλο αυτό νόμισμα και να πάψει ο στραγγαλισμός των εργασιακών δικαιωμάτων και χωρίς τραγική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας…
Κατά βάσιν με το παράλληλο νόμισμα θα αμείβεται η εργασία και όχι τα κόστη παραγωγής. Θα αμείβεται η αυτό καθ’αυτό παραγωγή έργου και ούτε καν η υπεραξία αυτού. Θα αμείβεται η δυνατότητα αξιοποιήσεως του ανθρώπινου δυναμικού και όχι το παραγόμενο αγαθό. Θα είναι κάτι σαν ανταλλαγή ενός μείγματος αγαθών και υπηρεσιών με βάρος στην υπηρεσία, η οποία βρίσκεται στην νάρκη,που δημιουργεί η λιτότητα του ευρώ.Ένα «νόμισμα», που τρέφεται από τον αποπληθωρισμό. Έτσι είναι το δολάριο ή το γιεν?
(Είναι ανάγκη το φιλοδώρημα για καθαρισμό τζαμιών στα φανάρια να δίδεται σε ευρώ και όχι σε κάποιο νόμισμα εσωτερικής κατανάλωσης?)
Από προσωπική εμπειρία ως υπεύθυνος οικονομικών σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις,θεωρώ ότι το σχέδιο αυτό είναι εφικτό να τελεσφορήσει. Ένα βαπόρι εκτελών πλοες εξωτερικού,δεκαετία ’80,φόρτωσε από Ραβέννα για Ελευσίνα λιπάσματα με όρους F.O.B. Ο ναύλος πληρωτέος σε δραχμές,αντί σε δολάρια,με πιστοποίηση για την Τ.τ.Ε. Με τις δραχμές βέβαια ο πλοιοκτήτης δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε τα ασφάλιστρα ούτε να αγοράσει πετρέλαια. Μπορούσε όμως να πληρώσει το ενοίκιο,το προσωπικό,το ρεύμα. Οπότε δεν αρνήθηκε την συγκεκριμένη ναύλωση.
Επειδή ουδέν καλόν αμιγές κακού,θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι θα έχουμε με το σύστημα αυτό, φαινόμενα εκμεταλλεύσεως με την μορφή της εσωτερικής μαύρης αγοράς.Εντάξει,μόνον ο Θεός είναι τέλειος…
Νομίζω ότι θα επιλύσει περισσότερα προβλήματα,παρά θα δημιουργήσει.Πιστεύω ότι θα καταλύσει την ανθρωπιστική κρίση,που με μακροοικονομικούς όρους αποκλείεται να αντιμετωπιστεί.Εφ’οσον η χρηματοδότηση της χώρας αλλά και η ρευστότητα διέπονται ακόμα και κάτω από καθεστώς εκβιασμών,η φτώχεια και ανέχεια θα αυξάνονται αενάως.
Πολιτικά,δεν ξέρω εάν η σκέψη μου άπτεται «μονομερών ενεργειών».Δεν ξέρω αν κάποιοι δεν θέλουν να καταλάβουν ότι κάποιος αμειβόμενος,απλός θα σιτίζεται με το παράλληλο νόμισμα και συγχρόνως να χρησιμοποιεί τα ευρώ του για πληρωμή φόρων,που είναι και το βασικό ζητούμενο τόσο από το κράτος όσο και από τους δανειστές.
Εαν η σκέψη μου,πάλι για κάποιους,είναι για πέταμα,λαμβάνω το δικαίωμα να θεωρήσω την ανθρωπιστική κρίση όχι ως κακό αποτέλεσμα,αλλά ως αυτοσκοπό.Και αυτή θα είναι η χειρότερη επιλογή τους κατά την διεκπεραίωση του Ελληνικού πειράματος.
Καλείται,λοιπόν,η Κυβέρνηση να ενστερνιστεί αυτή την άποψη,βελτιώνοντας την τεχνικά,ώστε να καταστεί εφαρμόσιμη.Ει δ’ άλλως να αποσύρει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων την ρητορική περί ανθρωπιστικής κρίσης,ξεκαθαρίζοντας το πολιτικό της τοπίο στον βαθμό,που ήθελε να την διαφοροποιήσει από την προηγούμενη.