Ένας χρόνος συγκυβέρνησης ήταν αρκετός για να συνειδητοποιήσουν ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ πως οψέποτε κι αν γίνουν εκλογές, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα πάρουν ποσοστά που θα θυμίζουν ΚΟΔΗΣΟ και Λεωνίδα Κύρκο. Έτσι έβαλαν μπροστά το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» προκειμένου οριοθετηθούν ιδεολογικά από τη ΝΔ, σε μια λογική του τύπου «συνεργαζόμαστε αλλά δεν είμαστε ίδιοι».
Για τον Βενιζέλο και τον Κουβέλη το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και η εμμονή στην κατάθεσή του είναι καθαρά πολιτικός τακτικισμός. Άλλωστε όλοι ξέρουν πως ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζεται με νομοσχέδια αλλά με ανάπτυξη. Κι επειδή η ανάπτυξη – κατά πως λέει και η χθεσινή έκθεση του ΟΟΣΑ – θα εξακολουθήσει με τις υφιστάμενες πολιτικές να αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός, εφαρμόζεται η τακτική του «μ’ άλλα λόγια να αγαπιόμαστε».
Ξεκαθαρίζω λοιπόν ότι συμφωνώ απόλυτα με τον Σαμαρά που απέρριψε αυτή τη μπούρδα που λέγεται «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο». Οι κοινωνίες δεν αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις με διατάγματα και νομοσχέδια, γραμμένα στο «γόνατο». Κατανοώ ότι τώρα τελευταία γίνεται μια προσπάθεια αντιγραφής αμερικανικών προτύπων, από το ΣΔΟΕ μέχρι τη λειτουργία της ΕΛΑΣ, κι αυτό προσωπικά το βρίσκω θετικό, αλλά η από το πουθενά αντιγραφή της αμερικανικής «πολιτικής ορθότητας» δεν είναι η απάντηση που ψάχνουμε σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης.
Θέμα μεταναστών υπάρχει για τη χώρα, από τότε που ο σημερινός πρωθυπουργός με την ιδιότητα τότε του Υπουργού Εξωτερικών άνοιξε τα σύνορα με την Αλβανία. Πρωτοβουλία που έγινε με την επίκληση του πατριωτικού συναισθήματος για τη Βόρεια Ήπειρο, άσχετα αν στην περίοδο Σημίτη μάθαμε από τον Αλέκο Παπαδόπουλο πως πρέπει να μιλάμε για Νότια Αλβανία.
Στα χρόνια όμως με τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι μετανάστες δεν ήταν πρόβλημα. Ίσα – ίσα, αποδείχθηκαν πραγματική ευλογία. Ουδείς όμως τότε φρόντισε για μια σοβαρή και ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική που θα είχε ευρεία κοινωνική συναίνεση και τα πράγματα αφέθηκαν τελείως στην τύχη τους. Η κρίση όμως φέρνει όλα τα προβλήματα στην επιφάνεια και δείχνει το πελώριο κενό πολιτικής είκοσι χρόνων. Κι αντί να ζητήσουνε συγγνώμη για αυτή την πολιτική αφασία που επέδειξαν, βγαίνουν τώρα να ζητήσουν και τα ρέστα.
Έτσι σήμερα, μέσα στον κυκεώνα των προβλημάτων της κρίσης, ποιον ρατσισμό θα καταπολεμήσει ακριβώς το νομοσχέδιο, όταν το φθινόπωρο θα πάει ο Έλληνας να βάλει το παιδί του στον δημόσιο παιδικό σταθμό επειδή δεν μπορεί πλέον να πληρώνει ιδιωτικό, κι εκεί θα του πούνε πως οι θέσεις έχουν συμπληρωθεί από παιδιά μεταναστών;
Από κει και πέρα, θα πρέπει ασφαλώς οι δράστες οποιασδήποτε πράξης ρατσιστικής βίας να τιμωρούνται. Αλλά για αυτό δεν χρειάζεται αντιρατσιστικός νόμος. Υπάρχει επαρκές νομικό πλαίσιο για να διώκονται ποινικά όσοι διαπράττουν αδικήματα τέτοιας φύσης, ακόμη κι αν είναι βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Άρα το νομοσχέδιο, ούτε τα πραγματικά αίτια του ρατσισμού μπορεί να αντιμετωπίσει, ούτε προσφέρει ένα αποτελεσματικότερο πλαίσιο για την τιμωρία όσων εμπλέκονται σε πράξεις ρατσιστικής βίας. Αντίθετα όμως ανοίγει ένα πελώριο παράθυρο στην ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης. Διότι τι σημαίνει η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι «όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει, αρνείται κακόβουλα ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου» θα τιμωρείται με έξι μήνες φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο; Στην ουσία μιλάμε για δίκη προθέσεων. Εισάγονται πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένες έννοιες μέσα στο ποινικό δίκαιο κι αυτό μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ένα κόμμα με την ιστορική εμπειρία του ΚΚΕ, αρνείται την υποστήριξη στο νομοσχέδιο καθώς διαβλέπει ότι πολύ εύκολα μπορεί να βρεθεί στο στόχαστρο ο οποιοσδήποτε. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ μπορεί να λένε πως έχουν ως στόχο τη Χρυσή Αυγή αλλά αύριο το πρωί μπορεί να σύρεται στις φυλακές ένας κομμουνιστής γιατί έγραψε ένα άρθρο για τον Στάλιν.
Επιπλέον, η παραπάνω πρόβλεψη περί γενοκτονιών, καθώς είναι φωτογραφική για το ολοκαύτωμα των Εβραίων, δημιούργησε και το απόλυτο μπάχαλο με τη κυρία Ρεπούση. Η οποία ως γνωστόν έσπευσε να επιστήσει την προσοχή για το ενδεχόμενο, να συμπεριληφθούν οι γενοκτονίες των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, κάτι που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για εθνικιστικούς λόγους. Κατά την άποψη δηλαδή της κυρίας Ρεπούση, θα πρέπει να διώκονται όσοι αρνούνται γενοκτονίες άλλων λαών αλλά να είναι στο απυρόβλητο όσοι αρνούνται τις γενοκτονίες που έχουν υποστεί οι Έλληνες! Και πιστεύουν πως με τέτοιες ανοησίες βοηθούν στην καταπολέμηση του ρατσισμού!
Για λόγους απόλυτης κομματικής ιδιοτέλειας ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ άνοιξαν μια λάθος συζήτηση, σε λάθος χρόνο. Τη στιγμή μάλιστα που όλη η Ευρώπη αντιμετωπίζει πλέον με μεγάλο σκεπτικισμό το κατά πόσο μπορούν τα σημερινά μεταναστευτικά ρεύματα που τελούν υπό την επιρροή του Ισλάμ να ενσωματωθούν στις δυτικές κοινωνίες και κατά πόσο είναι εφικτή η πολυπολιτισμική κοινωνία. Για αυτό και από αυτή τη συζήτηση μόνο λάθος αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν, που θα έχουν να κάνουν με την ενδυνάμωση και όχι με την αποδυνάμωση της Χρυσής Αυγής.
ΥΓ1: Αν χρειάζεσαι τη Χρυσή Αυγή για να πείσεις πως είσαι… σοσιαλιστής και αριστερός, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με την πολιτική σου. Για αυτό όσο κι αν προσπαθούν Βενιζέλος και Κουβέλης να κρυφτούν πίσω από τον Κασιδιάρη και τον Παναγιώταρο, είναι αδύνατον να πείσουν πως δεν είναι συνυπεύθυνοι για τη φτώχεια και την ύφεση που κάνει τον ρατσισμό να δείχνει το αποκρουστικό πρόσωπό του.
ΥΓ2: Λάθος συζήτηση έγινε και για το θέμα της οπλοφορίας των βουλευτών. Τα όπλα της Χρυσής Αυγής δεν είναι τα «κουμπούρια» των βουλευτών της, αλλά τα λόγια της. Αυτά είναι που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μέσα στο κοινοβούλιο με πειστικές και καθαρές απαντήσεις, οπότε μεταθέτουν διαρκώς τη συζήτηση αλλού.
ΥΓ3: Όλα τα κόμματα κατέθεσαν πρόταση αντιρατσιστικού νόμου, ενώ η Χρυσή Αυγή κατέθεσε πρόταση κατάργησης της χρηματοδότησης για όλα τα κόμματα. Μαντέψτε ποιος κερδίζει…