Μια μεγάλη ανατροπή στην πρακτική της Πολιτείας να δεσμεύει μέσω του ΣΔΟΕ τραπεζικούς λογαριασμούς και θυρίδες επέρχεται με απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβούλιο της Επικρατείας (υπ’ αριθμ. 1032/2013) που έκρινε αντισυνταγματική τη σχετική ρύθμιση του Ν. 3296/2004 η οποία προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας. Το όλο ζήτημα πάντως, λόγω της συγκυρίας και της προσπάθειας του κράτους να περιορίσει την φοροδιαφυγή, παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για οριστική κρίση.
Είναι σαφές ότι η αυθαιρεσία και ο αυταρχισμός που εκδηλώνει συχνά η Πολιτεία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπό την πίεση των δημοσιονομικών προβλημάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις μνημονιακές συμβάσεις, φθάνουν στα όριά τους. Πρώτον, γιατί η ένταση των καταστάσεων προκαλεί επαναξιολόγηση των νομοθετημάτων και δεύτερον, γιατί η Δικαιοσύνη φαίνεται να εγκαταλείπει την πρακτική της νομιμοποίησης των αυθαιρεσιών της Πολιτείας.
Η απόφαση του ΣτΕ ότι η διάταξη που παρέχει στην Πολιτεία την δυνατότητα δέσμευσης λογαριασμών συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά, καθώς « όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης περιουσιακών του στοιχείων, και μάλιστα ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα», γεγονός που επιφέρει σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του φορολογουμένου. Συγκεκριμένα, το ΣτΕ διαπίστωσε ότι η επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3296/2004 είναι ευθέως αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου) του Συντάγματος, αλλά και αντίθετη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) τη διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5 περίπτωση ε’).
Βεβαίως, λέει το σκεπτικό των συμβούλων Επικρατείας, η διάταξη αποβλέπει στο να προφυλάξει το δημόσιο συμφέρον έναντι του ελεγχόμενου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού, όταν θα διαπιστωθεί δικαστικά η τέλεση οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου. Όμως, η πρόθεση αυτή της διάταξης δεν αρκεί συνταγματικά για να νομιμοποιήσει τη ρύθμιση του Ν. 3296/2004, ιδιαίτερα δε αφού δεν έτυχε περαιτέρω εξειδίκευσης με το Π.Δ. 85/2005 που ακολούθησε. Το ΣτΕ υπογραμμίζει μάλιστα ότι «καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου».
Είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη και το χωρίς κριτήρια ΠΔ μπορούν να αποτελέσουν στα χέρια των επιτήδειων και των επίορκων μέσω εκβιασμών και αντεκδικήσεων. Δυστυχώς, η νομοθεσία της τελευταίας δεκαπενταετίας, αλλά και το συμπίλημα της παραχθείσας νομολογίας εξυπηρέτησαν το πελατειακό κράτος που οδήγησε τη χώρα τελικά στην χρεοκοπία. Είναι τόσο πρόχειρη και φωτογραφική η επίμαχη διάταξη που δεν ορίζει καν διαδικασία εγγυήσεων και άρσης του μέτρου της δέσμευσης. Κατά συνέπεια, ένα από τα μεγάλα έργα της επόμενης περιόδου είναι η αποκάθαρση της νομοθεσίας από τις διατάξεις του πελατειακού κράτους.