Ο Αντόνιο Μπαντέρας βρέθηκε σήμερα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Ερυθράς Θάλασσας. Με αφορμή την πρεμιέρα της συνέχειας του «Γάτου Σπιρουνάτου» στην Τζέντα (πρεμιέρα στην οποία δεν πρόλαβε να παρευρεθεί τελικά), έκανε μια εκτεταμένη συζήτηση με το κοινό για τη ζωή και την καριέρα του.
Εξηγώντας τη σημασία κάθε φακού, τα συναισθήματά που βγάζει, τη μαγεία της σκηνοθεσίας, τα πάθη και τα λάθη του, ο λατίνος ηθοποιός έβαλε με μεγάλη ειλικρίνεια όλα τα πράγματα στη θέση τους για τους μύθους και τις πραγματικότητες της ζωής του.
Με εκτεταμένες αναφορές στον Αλμοδοβάρ και το «Μάμπο Κινγκς» γνωρίσαμε έναν Μπαντέρας σε εξωστρεφή απολογισμό. «Ποτέ δεν πίστευα ότι ο Τομ Χανκς θα αφιέρωνε και σε εμένα το Όσκαρ του, λέγοντας με “boyfriend”. Αυτό είναι μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ!», είπε.
Στα πρώτα χρόνια στο Χόλιγουντ δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε τι συνέβαινε. Ήταν το «καινούριο κοσκινάκι», που δυστυχώς δεν καταλάβαινε σχεδόν καθόλου τη γλώσσα. «Διάβασα πάρα πολύ για να πείθω ότι καταλαβαίνω, όμως δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα».
Η αλήθεια είναι ότι είχε κάτι το μαγικό η επικοινωνία του. Σε μια συζήτηση μπορούσε να γοητεύσει με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια του, αφού σε όλους εξηγούσε ότι ήταν εκεί για να μάθει. Κάποια πράγματα ήρθαν εύκολα… «O Oliver Stone μου υπέγραψε το πρώτο μου συμβόλαιο σε μια χαρτοπετσέτα. Η ταινία όμως που μου πρότεινε δεν γυρίστηκε ποτέ».
Για να αποβάλλει τον ρόλο του γόη και να κερδίσει τις εντυπώσεις ως καλός ηθοποιός, δεν πέρασε πολύς καιρός. Σίγουρα το «Συνέντευξη με έναν βρυκόλακα» και το «Μάμπο Κινγκς» τον έβαλε στη λίστα των πιο σέξι ηθοποιών στο Χόλιγουντ, το «Φιλαδέλφεια» όμως του έδωσε την αναγνωρισιμότητα ενός ταλαντούχου ηθοποιού, που δεν ήταν απλά εγκλωβισμένος στην προφορά του.
«Τη βραδιά των Όσκαρ του 1994, όταν παρουσίασα τον Μπρους Σπρίνγκστιν στο κοινό για το Streets of Philadelphia (τραγούδι που εκείνη τη χρονιά μάλιστα κέρδισε το σχετικό βραβείο), με πλησίασαν δύο σκηνοθέτες και μου προσέφεραν δουλειά. Ο ένας ήταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο άλλος ο Φερνάντο Τρουέμπα, που εκείνη τη χρονιά είχε κερδίσει το Όσκαρ για την ταινία του «Belle Epoque». Ο Φερνάντο Τρουέμπα από την άλλη με έβαλε να παίξω με εκείνη που έμελλε να γίνει σύζυγός μου, τη Μέλανι Γκρίφιθ. Εκεί «έδεσε το γλυκό». Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με ρώτησε αν έχω το επόμενο πρωινό μου ελεύθερο και αν ήθελα να τον συναντήσω στα γραφεία της εταιρείας του. “Φυσικά” απάντησα με άνεση, για να μην του δείξω πόσο εύκολα θα πήγαινα εκεί ακόμα και γονατιστός αν μου το ζητούσε. Ο Σπίλμπεργκ την άλλη μέρα με ρώτησε: “ξέρεις τον Ζορρο;”. “Ναι”, απάντησα. “Ωραία, θες να τον παίξεις στη μεγάλη οθόνη;”. Ξέρετε ήδη την απάντηση μου. Αυτό που ίσως δεν ξέρετε είναι ότι αρχικά την ταινία θα τη σκηνοθετούσε ο Ροντρίγκο, αλλά διαφώνησε με τους παραγωγούς και αποχώρησε».
Με τη Μέλανι Γκρίφιθ ήδη στο πλευρό του ως γυναίκα του και μια καριέρα με εναλλαγές από το ποιοτικό στο εμπορικό, έδειχνε να απολαμβάνει όσα δεν προλάβαινε να αντιληφθεί. «Το παιδί μου κινδύνεψε να γεννηθεί στο Μεξικό στις αρχές των γυρισμάτων. Γεννήθηκε τελικά στην Ισπανία. Η Μέλανι Γκρίφιθ 4 μήνες σχεδόν αργότερα έκανε κάτι παλαβό: έφερε το παιδί στα γυρίσματα και ήθελε να το βάλει πάνω στο άλογο. Εγώ φορούσα ακόμα τη μάσκα του Ζορρό. Ευτυχώς το άλογο ήταν συνεργάσιμο».
Ο ρόλος που ξάφνιασε όλους ευχάριστα ήταν αυτός του Τσε Γκεβάρα στην «Εβίτα». Εκεί όλοι εντυπωσιαστήκαμε με τις φωνητικές και τις υπέροχες χορευτικές του ικανότητες. «Ο Άλαν Πάρκερ ήταν ο πρώτος που με ρώτησε για τη Μαντόνα, αν τη θεωρούσα σωστή επιλογή για την Εβίτα. Απάντησα: φυσικά. Είναι ιδανικός ρόλος. Έχει την ίδια φιλοδοξία με την Εβίτα. Και είχανε και οι δύο δίκιο». (Για την ιστορία να πούμε ότι η Μαντόνα στο ντοκιμαντέρ «Στο Κρεβάτι με τη Μαντόνα» κάποια χρόνια νωρίτερα, είχε πει πως θα έκανε τα πάντα για να ***** τον Μπαντέρας, τον οποίο γνώριζε από τις ταινίες του Αλμοδοβάρ. Η σκηνή που συναντιούνται για πρώτη φορά στο ντοκιμαντέρ, είναι πραγματικά άβολη).
Μίλησε για τη σκηνοθεσία αρκετή ώρα, με κινηματογραφικές και συναισθηματικές αναφορές. Αναφερόμενος στο θάνατο του πατέρα του, είπε πως τον στοίχειωσε εκείνο το γεγονός και κάθε τι που έβλεπε στο χώρο είχε πλέον άλλη σημασία. Οι αναφορές του για τον θάνατο όμως συνέχισαν όταν μνημόνευσε έναν ηθοποιό από την ισπανόφωνη ταινία του, που έφυγε και αυτός πρόσφατα από τη ζωή.
Η πιο διασκεδαστική του αναφορά ήταν για την πρόσφατη συνεργασία του με την Πενέλοπε Κρουθ στην ταινία “Official competition”. «Ήμασταν στη Βενετία και προβάλλαμε την ταινία και δείχναμε να διαλύουν σε έναν πολτοποιητή το Χρυσό Λιοντάρι (επίσημο βραβείο του Φεστιβάλ). Αυτή η ταινία τα είχε βάλει με όλους και όλα στη βιομηχανία. Μπορούσε να τσαντίσει κάθε ομάδα καλλιτεχνών. Δεν απορώ που δεν έκανε τελικά επιτυχία».
«Οι ηθοποιοί είμαστε παράξενα πλάσματα. Ο καθένας έχει τις δικές του ευκολίες. Κάποιοι φωνάζουν δυνατά για να καθαρίσουν τη φωνή τους. Σε ξεκουφαινουν. Άλλοι κάνουν κάποια τικ που πιστεύουν θα τους βοηθήσουν στην ερμηνεία τους. Γενικά είμαστε πειραγμένο είδος», θα πει.
Χωρίς τα αρώματα που κυκλοφορεί με το όνομα του όμως ,δεν θα έκανε τα όνειρα του πραγματικότητα. «Τα αρώματα είναι δουλειά. Μου το πρότειναν στην Ισπανία. Όσες φορές επέστρεφα από το Χόλιγουντ δεχόμουν και περισσότερες προτάσεις. Δεν είμαι ο άνθρωπος που λειτουργώ με τη μύτη μου, είναι λοιπόν δουλειά. 27 χρόνια βγαίνει το άρωμα μου. Με αυτά τα λεφτά έφτιαξα το θέατρό μου στη Μάλαγα. Και νομίζω είναι το πλέον μακροβιότερο συμβόλαιο ηθοποιού με εργοστάσιο παραγωγής αρωμάτων. Όσο για το θέατρό μου στη Μάλαγα, αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο στη ζωή μου. Για εμένα δουλεύουν 200 άτομα. Δίνουμε δουλειά σε 200 άτομα που είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες. Όλοι είναι εκεί, στη Μάλαγα. Δεν υπάρχει επίσημη σχολή στην Ισπανία για να εκπαιδεύει στο μιούζικαλ και αυτό νομίζω το μαθαίνουμε με τους ηθοποιούς επί σκηνής. Και με αυτό το ιδιωτικό θέατρο που δεν στηρίζεται σε δημόσια κεφάλαια μας καλούν στη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη ακόμα και στο Μπρόντγουεϊ. Και με τα λεφτά των αρωμάτων καταφέρνω να κρατώ αυτό το θέατρό μου στη γενέτειρα μου λειτουργικό, επαγγελματικό και με μεγάλες επιτυχίες».
Όσο βρισκόταν στην Ελλάδα και γύρναγε την ταινία «The enforcer», έλαβε μια κλήση από τον Σπίλμπεργκ. Τελείωσε άρον άρον τα γυρίσματά του για να τον συναντήσει ξανά, και τελικά είχε δίκιο. «Στον τελευταίο Ιντιάνα Τζόουνς, παίζω έναν μικρό ρόλο αλλά είναι τόσο σημαντικό να δουλέψω με τον Χάρισον Φορντ. Είχαμε δουλέψει και στους «Αναλώσιμους», αλλά αυτό ήταν κάτι άλλο. Στα γυρίσματα άκουσα μια φωνή να λέει: «Αντόνιο». Και αυτός ήταν ο Ιντιάνα Τζόουνς! Και μόνο για αυτή τη μοναδική στιγμή, άξιζε που πήγα».
Σε μια ανασκόπηση των τελευταίων χρόνων είπε: «Ο κόβιντ μας ανέκοψε πολλά σχέδια. Όλα όμως ήταν δυσλειτουργικά στον κόσμο εκείνη την περίοδο. Δεν με αφορά όμως πια. Και να αρρωστήσω, σημασία έχει να ζω και να τα ξεπερνώ όλα».
Με αυτές τις τελευταίες σκέψεις μας αποχαιρέτησε: «Λένε πως η καριέρα φέρνει χρήμα και διασημότητα. Το ομορφότερο όμως και από αυτά είναι αυτό το πεντάλεπτο κάθε βράδυ στο θέατρο, που ακούω τον ενθουσιασμό του κόσμου, τα συναισθήματα, τα χειροκροτήματα και τα φιλιά τους. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια… Για κάτι τέτοια μπήκα στον χώρο. Τώρα που είμαι 62 ετών, λέω ότι η σκηνή είναι αυτό που αγαπώ πιο πολύ. Είναι κάτι ίσως λίγο κενό, αλλά με κάνει ευτυχισμένο».
Η ταινία του «Ο Παπουτσωμένος Γάτος: η τελευταία επιθυμία» θα διανεμηθεί στην Ελλάδα στην πρωτότυπη και μεταγλωττισμένη έκδοση στις 22 Δεκεμβρίου.