Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (The European Green Deal), με τη δέσμη μέτρων «Προσαρμογή στον στόχο μείωσης των εκπομπών της ΕΕ κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990» (Fit for 55) και συμπληρωματικά – και ενισχυτικά – με τη δέσμη μέτρων «RepowerEU», υπαγορεύει τη μετάβαση έως το 2050 σε μία:
(α) κλιματικά ουδέτερη (δηλαδή με μηδενικές καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου),
(β) κλιματικά ανθεκτική και
(γ) αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων κοινωνία-οικονομία.
Καταλύτης της μετάβασης αυτής είναι η «απανθρακοποίηση» του ενεργειακού συστήματός μας.
Προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση
Μία κατευθυντήρια αρχή για την επίτευξη και των τριών πιο πάνω στόχων της ευρωπαϊκής κλιματικής-ενεργειακής διακυβέρνησης είναι η «προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση». Προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση σημαίνει {1} εξέταση διαφορετικών εναλλακτικών λύσεων μεταξύ των διαφόρων πιθανών μέτρων στην παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση ενέργειας, ώστε να μπορούν οι τελικοί χρήστες να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα με λιγότερη ενέργεια, μεγιστοποιώντας παράλληλα τα πρόσθετα οφέλη για την κοινωνία.
Δίδοντας την προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση διασφαλίζουμε ότι:
-
παράγεται μόνο η ενέργεια που είναι πραγματικά αναγκαία,
-
αποφεύγονται οι επενδύσεις σε αναποτελεσματικές τεχνολογίες,
-
η ζήτηση ενέργειας μειώνεται και η διαχείρισή της γίνεται με οικονομικά αποδοτικό τρόπο.
Στην κατεύθυνση αυτή, τα μέχρι σήμερα εθνικά μας αποτελέσματα είναι φτωχά. Ήδη έχει εντοπιστεί η αδυναμία επίτευξης του στόχου σωρευτικής εξοικονόμησης τελικής κατανάλωσης ενέργειας την περίοδο 2014-2020. Η απόκλιση από τον στόχο είναι σημαντική (26,5%) και ισοδυναμεί με 883.000 τόνους πετρελαίου {2}. Και ακολουθούν οι πρώτες ετήσιες αποκλίσεις, βάσει προκαταρκτικών αποτελεσμάτων, την περίοδο 2021-2030.
Είναι λοιπόν επιτακτικός ο καθορισμός ενός πιο φιλόδοξου στόχου για την εξοικονόμηση ενέργειας στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), ώστε να συνάδει και με τις προβλέψεις της αναθεωρημένης Οδηγίας (EE) 2023/1791 για την Ενεργειακή Απόδοση, όπως υιοθετήθηκε πρόσφατα και αναμένεται να εναρμονιστεί στο εθνικό δίκαιο στο προσεχές χρονικό διάστημα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Οδηγία αυτή, το έτος 2030 η τελική κατανάλωση ενέργειας στη χώρα μας πρέπει να περιοριστεί σε 14,65 εκατ. τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου (ΤΙΠ), ενώ η πρωτογενής κατανάλωση ενέργειας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αρμόδια επιφορτισμένου ευρωπαϊκού μη κερδοσκοπικού συνδέσμου Coalition for Energy Savings {3}, σε 17,23 εκατ. ΤΙΠ.
Τα αντίστοιχα μεγέθη στο προσχέδιο αναθεώρησης του ΕΣΕΚ ισούνται με 15,40 εκατ. ΤΙΠ και 18,20 εκατ. ΤΙΠ, αντίστοιχα, αποκλίνοντας σημαντικά από τους στόχους της Οδηγίας. Πρόκειται για κατανάλωση παραπάνω ενέργειας που ισοδυναμεί με 1 εκατ. τόνους πετρελαίου ετησίως. Στην ίδια επισήμανση προβαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αξιολόγηση του προσχεδίου της αναθεωρημένης έκδοσης του ΕΣΕΚ (Οκτώβριος 2023) {4}. Εντούτοις, η απόκλιση αυτή διευρύνεται ακόμη περισσότερο κατά τη νέα επεξεργασία αναθεώρησης του ΕΣΕΚ, ενόψει της οριστικής υποβολής του εντός του Ιουνίου, με την απόκλιση του στόχου πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας να αυξάνεται κατά 50%. Η απόκλιση στον εθνικό στόχο για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης εξυπακούεται παραγωγή ενέργειας που δεν είναι πραγματικά αναγκαία και επιφέρει αναπόφευκτα σημαντικές αλλαγές στους υπόλοιπους στόχους που πρέπει να εκπληρωθούν στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ. Και, φυσικά, ακόμα και οι υστερούντες στόχοι είναι λόγια, όχι αποτελέσματα, όπου οι εθνικές μας επιδόσεις υπολείπονται, όπως είδαμε, έναντι και αυτών των λιγότερο φιλόδοξων στόχων.
Στην έναρξη των εργασιών του 3ου Συνεδρίου του ΤΕΕ ‘Green Deal Greece 2023’ (2.11.2023), ο Γιώργος Στασινός Πρόεδρος του ΤΕΕ τόνισε:
-«Είμαστε σε σημείο καμπής, όπου πρέπει να προχωρούμε σε δράσεις με αποτελέσματα, δεν αρκούν πλέον τα λόγια. Ας βρούμε κοινούς τόπους, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, ώστε να προχωρήσει η χώρα μπροστά, εγκαίρως.».
Αυτό είναι το σημείο. όπου το ΤΕΕ αναλαμβάνει δράση.
Με διαχρονική επιλογή του την εφαρμογή της αρχής «προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση», πάντοτε πρόθυμο, προσφέρει σήμερα τις υπηρεσίες του για την αποτελεσματική διεκπεραίωση των προγραμμάτων «Εξοικονομώ», βάζοντας, μάλιστα, ως προτεραιότητα, πέρα και πάνω και από την ενεργειακή απόδοση, την αρχή «η ανθεκτικότητα πρώτα». Μέσω των προγραμμάτων «Εξοικονομώ», οι οικοδομικές επεμβάσεις για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων συμβάλλουν χαρακτηριστικά στη βελτίωση της στατικότητάς τους και εν γένει της ανθεκτικότητάς τους έναντι καιρικών φαινομένων. Επιπλέον προσφέρει στα προγράμματα αυτά και εργαλεία διασφάλισης της ανθεκτικότητας, όπως είναι η Ηλεκτρονική Ταυτότητα Ακινήτου. Άμεσα αναμένεται και ο προσεισμικός έλεγχος των ακινήτων του Δημοσίου.
Επανερχόμενοι στο ΕΣΕΚ, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιβράδυνση του ρυθμού εξοικονόμησης ενέργειας επιχειρείται να αιτιολογηθεί αποδίδοντας στην εξοικονόμηση ένα δημοσιονομικό κόστος, που μακροοικονομικά λειτουργεί ανασχετικά στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ωστόσο, πόσο εύκολο και πειστικό είναι άραγε το να προσδιοριστεί με βεβαιότητα ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τα επόμενα 25 έτη, μέχρι το 2050, με ακρίβεια δεκαδικού ψηφίου (θα είναι πάνω από 1% ή 0,6%;). Η λογική της πολιτείας να προχωρήσουμε μέχρι το ορόσημο του 2050 με αλλεπάλληλα προγράμματα κρατικών ενισχύσεων τύπου «Εξοικονομώ» είναι εσφαλμένη.
Xρειάζεται μία κουλτούρα εξοικονόμησης ενέργειας
Ο λόγος είναι πως αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μία κουλτούρα εξοικονόμησης ενέργειας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με πολιτική πειθώ και στέρεα επιχειρήματα. Και όχι με μία ατέρμονη πολιτική οικονομικών κινήτρων, που στην ουσία της δεν προσθέτει αξία εκεί που θα έπρεπε, δηλαδή στη διαμόρφωση μίας εθνικής συλλογικής κουλτούρας εξοικονόμησης. Η εξοικονόμηση, για μία οικονομία που συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση, όπως η Ελληνική, μόνο ως θετικό στοιχείο για την υγιή αναδιάρθρωσή της μπορεί να εκληφθεί. Ενώ, οι εξοικονομούμενοι πόροι, ειδικά στη βιομηχανία, ευλόγως θα αναμενόταν να επενδυθούν παραγωγικά στην οικονομία.
-Ποιο είναι όμως το κόστος ευκαιρίας των πρόσθετων μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την παραγωγή της ενέργειας που δεν είναι πραγματικά αναγκαία;
-Εκείνο που πραγματικά μετράει για μία οικονομία είναι να διαθέτει συντελεστές παραγωγής με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία, προπομπούς και πολλαπλασιαστές ανάπτυξης. Διαχρονικά, τέτοιος συντελεστής για την Ελληνική οικονομία είναι η κατασκευαστική δραστηριότητα, που σήμερα κινείται στην κατεύθυνση ανάδειξης μίας βιώσιμης, κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά, πρωτοπόρου αγοράς {5} (lead market) αειφόρων κατασκευών, με ορίζοντα το 2050.
Ως προς τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία, το ΤΕΕ συνεργάζεται με την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης για την ευόδωση της Δράσης «Ενίσχυση υφιστάμενων μεταποιητικών επιχειρήσεων της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης για τη βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης».
Πρόκειται για μία δράση «φωτοδότη» για την παραμελημένη βιομηχανία της χώρας, με την οποία εισάγεται πρώτη φορά η ανταγωνιστική διαδικασία σε μέτρα ενεργειακής απόδοσης. Επισημαίνοντας την αξιοσημείωτη καθυστέρηση, δεν μπορεί παρά να τεθεί πάλι το ΤΕΕ στη διάθεση της πολιτείας, για τη διενέργεια των εθνικών ανταγωνιστικών διαδικασιών βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Υπενθυμίζεται ότι η διενέργεια του πρώτου εθνικού γύρου ανταγωνιστικών διαδικασιών έχει επιλεγεί ως μεταρρύθμιση στο σχέδιο RePowerEU.
Καταληκτικά, οι πολιτικές και τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης αποτελούν έναν ζωτικής σημασίας φιλόδοξο εθνικό στόχο. Είναι ξεκάθαρο ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της. Είναι εδώ που αναδεικνύεται ως κομβικός ο ρόλος της ανθεκτικότητας. Για ένα μέλλον περισσότερο βιώσιμο για όλους! Με κρίσιμη προϋπόθεση, να αποκτήσει η χώρα μία σύγχρονη κουλτούρα ενεργειακής διαχείρισης.
(αναδημοσίευση από ecopress.gr)
Δρ Λάμπρος Απ. Πυργιώτης:
- Σύμβουλος Προέδρου ΤΕΕ – Αναπληρωτής Προέδρου ΤΕΕ στις εργασίες της Διυπουργικής Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα
- πρ. Γενικός Διευθυντής Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ) 2020-2023,
- Χημικός Μηχανικός, Δρ Περιφερειολόγος – Οικονομολόγος,