Σε μια ιδανική κοινωνία οι αποφάσεις της δικαιοσύνης δεν σχολιάζονται, ούτε κρίνονται. Η σημερινή ελληνική κοινωνία απέχει πολύ από το να είναι ιδανική. Είναι μια κοινωνία σε παρακμή και πανικό ταυτόχρονα. Οπότε τα πάντα και οι πάντες κρίνονται κατά το δοκούν, χωρίς μέτρο και χωρίς αντικειμενικότητα.
Το δικαστήριο λοιπόν αποφάνθηκε πως ο Ηλίας Κασιδιάρης είναι αθώος για τις κατηγορίες που του είχαν αποδοθεί για συνέργεια σε ληστεία και ξυλοδαρμό φοιτητή το 2007, στην Πολυτεχνειούπολη. Η απόφαση, εύλογα, ήταν βούτυρο στο ψωμί του βουλευτή της «Χρυσής Αυγής», ο οποίος γνωρίζει άριστα πώς να στήνει «one man show» ανά πάσα ώρα και στιγμή και να γίνεται «το πρόσωπο της ημέρας».
Επέλεξε λοιπόν μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά την αθωωτική απόφαση να επιτεθεί με σφοδρότητα στα ΜΜΕ λέγοντας «Μέχρι σήμερα τα τσοντοκάναλά σας με έλεγαν ότι είμαι ληστής, μαχαιροβγάλτης και εγκληματίας. Εγώ από την πρώτη στιγμή έλεγα ότι είμαι αθώος. Σήμερα η δικαιοσύνη είπε ότι είμαι αθώος. Τρίβω στα μούτρα σας αυτή την απόφαση, στα αφεντικά σας, στους εργολάβους σας, στους καναλάρχες και στους θλιβερούς πολιτικούς μας αντιπάλους, που πολλοί θα ήθελαν σήμερα η Χρυσή Αυγή να είναι στο περιθώριο. Όμως, είμαστε εδώ. Είμαστε πανίσχυροι και πολύ σύντομα θα είμαστε κυρίαρχοι».
Ο Ηλίας Κασιδιάρης, φορώντας τα μαύρα γυαλιά ηλίου, έβαλε μέσα σε πέντε γραμμές όλα όσα αποστρέφεται αυτή τη στιγμή η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας: τσοντοκάναλα ( δεν έχει άδικο, όταν επί μια εβδομάδα ψάχνουν να βρουν δήθεν την σέξυ πανελίστρια που κάνει βίζιτες στη Βουλγαρία), τους εργολάβους (που ζουν και βασιλεύουν και τα έργα κυριεύουν) και τους πολιτικούς (που δεν χρειάζεται καμιά αιτιολόγηση). Μετακίνησε έτσι το κάδρο του ενδιαφέροντος από τις όποιες αμφιβολίες για την αθωότητά του, στη σίγουρη ενοχή όσων ευθύνονται για το σημερινό κατάντημα της Ελλάδας.
Όπως ήταν φυσικό, η άλλη πλευρά δεν άφησε ασχολίαστη την απόφαση. Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο που γράφτηκε στη Lifo και ανάμεσα στα άλλα αναφέρει και τα εξής: «Μα και να ήθελαν οι δικαστές να τον καταδικάσουν θα τολμούσαν; Δεν είναι μόνο οι 200 μαυροφορεμένοι που ήταν εκείνη τη στιγμή στο δικαστήριο, θα ήταν οι χιλιάδες μαυροφορεμένοι που θα τους την είχαν στημένοι από αύριο. Πώς θα κυκλοφορούσαν οι δικαστές; Με το φόβο συνεχούς επίθεσης; Πώς περιμένει κάποιος να βγει σωστή απόφαση με τέτοιους ψυχολογικούς εκβιασμούς;». Το μήνυμα σαφές. Γινόμαστε ζούγκλα καθώς η απονομή της δικαιοσύνης δεν εδράζεται στο νόμο αλλά στον φόβο.
Οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μας είναι ηλίου φαεινότερον πως είναι επικίνδυνοι. Το «σύστημα» έχει απορρυθμιστεί πλήρως και οι φυγόκεντρες που αναπτύσσονται μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις.
Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα όσα έχουν γραφτεί τα δύο τελευταία εικοσιτετράωρα σε βάρος της δημοσιογράφου Νάντιας Αλεξίου που κατέθεσε στη δίκη και υποστήριξε πως ο Κασιδιάρης είχε στοχοποιηθεί από το indymedia, το γνωστό αντιεξουσιαστικό portal. Ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου (τηλεπερσόνα του παρελθόντος για όσους δεν τον θυμούνται) έγραψε στο facebook: « Ιδού η σκατοκαριόλα που αθώωσε με την ψευδομαρτυρία της τον Κασιδιάρη. Το παίζει και δημοσιογράφος. Όπου την πετύχετε, ξέρετε, κλωτσιά στο μουνί». Στο twitter κάποιος έφτασε να γράψει: « ψόφος από καρκίνο του μαστού στη Νάντια Αλεξίου». Εκατοντάδες τέτοιες αναρτήσεις που προτρέπουν σε λιντσάρισμα της δημοσιογράφου έχουν κατακλύσει το ελληνικό διαδίκτυο. Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για τη μαρτυρία της δημοσιογράφου, είναι αυτό δημοκρατικό ήθος; Και σε τι ακριβώς διαφέρουν αυτοί οι τάχα μου αριστεροί / αντιεξουσιαστές από τη φασιστική λογική; Σε τίποτα ασφαλώς.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως η συγκεκριμένη δημοσιογράφος ήταν αυτή που είχε αντιδράσει έντονα στο περίφημο «Εγέρθητι» με την είσοδο του Μιχαλολιάκου στην αίθουσα με τους δημοσιογράφους μετά τα αποτελέσματα των εκλογών. Τότε αριστεροί και αντιεξουσιαστές έγραφαν ύμνους και διθυράμβους για τη γενναιότητά της. Σήμερα την απειλούν με λιντσάρισμα.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε «περαστικά μας» και να κλείσουμε το άρθρο εδώ. Όμως αυτά όλα δεν είναι περαστικά. Ήρθαν για να μείνουν. Αλλά δεν ήρθαν μόνα τους. Τα έφερε η αδυναμία και η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να παρέχει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις εθνικής ενότητας και κοινωνικής αξιοπρέπειας. Και όσο αυτή η ανικανότητα επιδεικνύεται καθημερινά και τόσο ξεδιάντροπα, τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες ο πόλεμος από διαδικτυακός και virtual να γίνει πραγματικός και αιματηρός στους δρόμους.