Η Autonomous Research, μετά το report στο οποίο μείωνε τις τιμές-στόχους των ελληνικών τραπεζών, διοργάνωσε ένα call με επενδυτές και τον κ. Ιωάννη Τσικριπή, Διευθυντή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας στην Τράπεζα της Ελλάδος, για το θέμα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στο κεφάλαιο και τον Αναπληρωτή Διευθυντή της Διεύθυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ, κ. Νικόλαο Σταυριανού, για τα θέματα ανταγωνισμού των ελληνικών τραπεζών.
«Πραγματοποιήσαμε μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον Διευθυντή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας στην Τράπεζας της Ελλάδος Ιωάννη Τσικριπή και την ομάδα του. Η συζήτησή μας κάλυψε τις προοπτικές για τα μερίσματα των ελληνικών τραπεζών, την αντιμετώπιση των DTCs, την αύξηση των δανείων και την ανταγωνιστική δυναμική. Βρήκαμε το σχόλιό του αρκετά υποστηρικτικό για την επενδυτική υπόθεση των ελληνικών τραπεζών, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από την επιφύλαξη ότι ο SSM είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και όχι η Τράπεζα της Ελλάδος, και ως εκ τούτου έχει τον τελικό λόγο για τα μερίσματα των ελληνικών τραπεζών», εξηγεί η Autonomous.
Αναφορικά με τα μερίσματα, ο κ. Τσικριπής δεν υποθέτει άμεση σχέση μεταξύ των μερισμάτων και της παρουσίας αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στο κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, ανέφερε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει μιλήσει έντονα για την επίλυση του ζητήματος των DTCs. Η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει τη γραμμική απόσβεση των DTCs μέχρι το 2040 περίπου, κάτι που θεωρεί ότι συνάδει με τα σχέδια των τραπεζών για αύξηση των μερισμάτων τους προς τον μέσο όρο του κλάδου (περίπου 50%).
Υπονοεί όμως ότι οι ρυθμιστικές αρχές θα υποστήριζαν μια ταχύτερη εξάντληση των DTCs και αυτό είναι κάτι που επιτρέπει ο CRR. Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτό θα διευκόλυνε την ΕΚΤ να εγκρίνει υψηλότερες πληρωμές μερισμάτων, κάτι που ο κ. Τσικριπής υποθέτει ότι είναι μια επιχειρηματική απόφαση που πρέπει να λάβουν οι διοικήσεις των τραπεζών στο τέλος της ημέρας.
Στο πρόσφατο σημείωμά της η Autonomous εξέταζε τα σενάρια για μια πιθανή αύξηση των μερισμάτων των ελληνικών τραπεζών, μετά την ταχύτερη απόσβεση των DTCs (υποθέτοντας ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της μείωσης των DTCs και των υψηλότερων μερισμάτων). Ο κ. Τσικριπής δεν βλέπει σημαντικές διαφορές μεταξύ των προφίλ κινδύνου των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών από ρυθμιστική άποψη, λέγοντας ότι όλες θα πρέπει να βρίσκονται σε σημαντική πλεονάζουσα κεφαλαιακή θέση μέχρι το τέλος του τρέχοντος ορίζοντα προγραμματισμού τους το 2026.
Αναφορικά με τη μετατροπή του DTC, ο κ. Τσικριπής επιβεβαίωσε ότι τα DTCs λαμβάνουν πλήρη πίστωση στα εποπτικά κεφάλαια. Δεν βλέπει ζητήματα γύρω από τη μετατρεψιμότητα των DTCs να επηρεάζουν αυτή την κανονιστική αξιολόγηση, αν και σημείωσε ότι η θέση της ΕΚΤ δεν είναι πλήρως ξεκάθαρη σε ένα υποθετικό σενάριο μιας άλλης παράκαμψης της μετατροπής, σε περίπτωση που οι τράπεζες γίνουν και πάλι ζημιογόνες. Οι ζημίες όμως είναι πολύ απίθανες, κατά την άποψή του, δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας του τομέα πριν από τις προβλέψεις.
Εάν οι τράπεζες ήταν και πάλι «στο κόκκινο», η μετατροπή θα εξαρτιόταν από το αν νέες εταιρικές δομές όπως οι προηγούμενες “hive-down” θα εφαρμόζονταν (όταν οι μεγάλες τράπεζες, εκτός από την ΕΤΕ, μετέφεραν την τραπεζική δραστηριότητα σε μια OpCo και διατήρησαν τα επισφαλή περιουσιακά στοιχεία σε μια holding company, με αποτέλεσμα οι ζημιές στην τράπεζα να μην ενεργοποιούν τη μετατροπή).
Ως παράδειγμα για τη μετατροπή που όντως συμβαίνει, η Attica Bank είχε μετατρέψει τα DTCs της σε μετοχές τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας το ΤΧΣ με το 72,5% των μετοχών. Ο κ. Τσικριπής διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει θέμα κρατικών ενισχύσεων γύρω από τη μετατροπή, η δομή έχει εκκαθαριστεί με το Τμήμα Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp).
Σε σχέση με τα κεφάλαια και τις εξαγορές και συγχωνεύσεις, δεν υπάρχουν πολλά νέα σχετικά με τα κεφάλαια. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι οι τρέχουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι επαρκείς για τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου ενός ελαφρώς διαφοροποιημένου αποθέματος ασφαλείας O-SII, που είναι 1,25% στη Eurobank λόγω της παρουσίας της στο εξωτερικό και 1% στις υπόλοιπες. Σε αυτό το σημείο, η ΤτΕ υποστηρίζει τη λογική επέκταση στο εξωτερικό, όπως η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank στην Κύπρο, καθώς βοηθά στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων.
Αντίθετα, δεν αποκλείει άλλες ξένες τράπεζες να ακολουθήσουν τη UniCredit στην απόκτηση συμμετοχών σε ελληνικές τράπεζες, δεδομένων των ελκυστικών περιθωρίων δανεισμού και των σταθερών προοπτικών ανάπτυξης του τομέα. Ακολουθώντας παρόμοιες κινήσεις σε όλη την Ευρώπη, η ΤτΕ θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο αύξησης του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από μηδέν σήμερα, ενδεχομένως το 2026. Ο κ. Τσικριπής πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλό δρόμο για την εκπλήρωση των απαιτήσεων MREL, όπου η προθεσμία για τους τελικούς στόχους είναι το τέλος του 2025.
Τέλος, αναφορικά με τον ανταγωνισμό, ο αναπληρωτής διευθυντής της Διεύθυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ, κ. Νικόλαος Σταυριανού, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερθέρμανσης στην ελληνική αγορά δανείων. Η ανάπτυξη αναμένεται να προέλθει από τον επιχειρηματικό δανεισμό με βασικό μοχλό τα ταμεία RRF, ενώ η δυναμική της λιανικής ενδέχεται να μη βελτιωθεί πολύ, δεδομένης της ακόμη σημαντικής ετήσιας αποπληρωμής ενυπόθηκων δανείων ύψους 2 δισ. ευρώ, που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τα προ της κρίσης χαρτοφυλάκια.
Η συγχώνευση της Attica Βank και της Παγκρήτιας Τράπεζας ενδέχεται να αυξήσει κάπως τον ανταγωνισμό σε μια πολύ συγκεντρωμένη αγορά (τέσσερις τράπεζες αντιπροσωπεύουν το 85% περίπου των δανείων). Οι ομιλητές ανέφεραν τον ανταγωνισμό για ορισμένα επιχειρηματικά δάνεια μεγάλου ύψους, αλλά η μετακύλιση των καταθέσεων φαίνεται διαρθρωτικά χαμηλή, δεδομένης της σχετικά περιορισμένης χρηματοοικονομικής παιδείας ορισμένων καταθετών. Ανέφεραν ανεπίσημα ότι ως ένδειξη της αποστροφής προς τον κίνδυνο, οι Έλληνες προτιμούν γενικά να διατηρούν στους τρεχούμενους λογαριασμούς τους τουλάχιστον τα έξοδα διαβίωσης έξι μηνών (πιθανή κληρονομιά των απροσδόκητων απωλειών κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης).
«Συμπερασματικά, βρήκαμε τα σχόλια καθησυχαστικά, ιδίως ότι οι πληρωμές μερισμάτων είναι κυρίως αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση, ότι δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των επιπέδων DTCs και των μερισμάτων και ότι το βήτα των καταθέσεων είναι διαρθρωτικά χαμηλό. Η πρόσφατη εργασία μας σχετικά με τα DTCs μάς άφησε μια κοινή άποψη για τις προοπτικές των μερισμάτων των ελληνικών τραπεζών.
Εξακολουθούμε να βλέπουμε μια πειστική επενδυτική περίπτωση για την ΕΤΕ και τη Eurobank -και οι δύο με αξιολόγηση υπεραπόδοσης-, δεδομένου του πεδίου για εκπλήξεις στα κέρδη με βάση το περιθώριο κέρδους και την προσαύξηση της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank.
Πηγή euro2day.gr