Γράφει ο Ceteris Paribus
Από το 2010 μέχρι σήμερα, οι πολιτικές εξελίξεις είχαν «έκτακτο» χαρακτήρα. Τα «μπάνια του λαού» το καλοκαίρι του 2017, πιθανότατα σηματοδοτούν μια μετάβαση: όχι βεβαίως στην προ της κρίσης πολιτική σταθερότητα, αλλά σε μια νέα πολιτική «κανονικότητα».
Μια «κανονικότητα» ασφαλώς μνημονιακή και επομένως εγγενώς ασταθή, αλλά με όρους μεσοπρόθεσμους και «στρατηγικούς» κι όχι με όρους βραχυπρόθεσμης κυβερνητικής και πολιτικής αστάθειας. Ασφαλώς αυτός ο ισχυρισμός απαιτεί τεκμηρίωση, την οποία θα αποπειραθώ στη συνέχεια. Αν ωστόσο ισχύει, τότε απαιτεί και επιβάλλει επανέλεγχο όλων των πολιτικών σχεδίων…
Πρέπει να πω εισαγωγικά, ότι το στοιχείο της αστάθειας παραμένει στο υπόβαθρο όχι μόνο όσον αφορά την ελληνική οικονομία και πολιτική, αλλά και την ευρωπαϊκή και διεθνή. Το πού κρύβεται ο «διάβολος» της αστάθειας θα απασχολήσει προσεχές άρθρο μου – είναι στρατηγικά σημαντικό να βλέπουμε πίσω από το πέπλο των τρεχουσών εξελίξεων, που είναι γενικά «ανακουφιστικές». Στο παρόν άρθρο θα εξηγήσω τους λόγους που διαμορφώνουν μια σχετική σταθεροποίηση: οικονομική, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και πολιτική.
Η διεθνής και ευρωπαϊκή συγκυρία
Το 2017 ανέτειλε με… κακούς οιωνούς. Το ρεύμα του ακροδεξιού – αντισυστημικού «λαϊκισμού» φαινόταν να παίρνει νέα ορμή, να γίνεται διεθνές, ύστερα από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές και την ορκωμοσία του τον περασμένο Φεβρουάριο. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο διέψευσαν αυτούς τους οιωνούς. Τα αποτελέσματα διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη οδήγησαν σε σημαδιακές ήττες τις δυνάμεις του «λαϊκισμού» (βάζω τον όρο σε εισαγωγικά διότι θεωρώ ότι είναι εντελώς ασαφής, υπαινικτικός και επιδεχόμενος πολλών… περιεχομένων, μερικά εκ των οποίων δεν έχουν καθόλου θετικό πρόσημο), σε Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία. Με μία έννοια, σε αυτές τις ήττες πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη «νίκη σαν ήττα» της Μέι στις βρετανικές εκλογές. Ακόμη και το υπερατλαντικό «κέντρο» δεν εκπέμπει ισχυρό σήμα, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εμπλακεί σε φθοροποιό «εμφύλιο» με τα κέντρα ισχύος της «παγκοσμιοποίησης» στην οικονομία και το αμερικανικό κράτος και αναγκάζεται να «στρογγυλεύει» σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την πολιτική του.
Αυτές οι πολιτικές εξελίξεις επικαθορίζονται από οικονομικές εξελίξεις και συγκεκριμένα από την είσοδο της οικονομίας σε μια «συντονισμένη» ανοδική φάση τόσο σε ΗΠΑ όσο και σε Ευρώπη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι εντυπωσιακοί και μάλιστα στην Ευρώπη μπορούν να χαρακτηριστούν χαμηλοί ή και αναιμικοί Ωστόσο, το φάσμα μιας νέας, καταστροφικής επιβράδυνσης έχει απομακρυνθεί – ή, αν θέλετε, μετατεθεί. Ήταν αυτό ακριβώς το φάσμα μιας νέας επιβράδυνσης, το οποίο κυριάρχησε στο διάστημα από τα μέσα του 2015 μέχρι και τα τέλη σχεδόν του 2016, που δημιούργησε τους φόβους, τη νευρικότητα και την τάση επιστροφής στις εθνικές προτεραιότητες, δίνοντας ώθηση στο διεθνές ρεύμα του δεξιού, αντισυστημικού «λαϊκισμού». Αυτό είναι το ερμηνευτικό κλειδί των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, κι όχι βέβαια κάποιου είδους «τρελή» αστάθεια και μεταπτώσεις στις διαθέσεις των εκλογέων στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.
Ελλάδα: συμφωνία Eurogroup, έξοδος από την ύφεση, γεωτρήσεις…
Η ελληνική οικονομία συντονίζεται με αυτή τη διεθνή τάση. Οι προϋποθέσεις για έξοδο από την επταετή ύφεση, με αθροιστικές απώλειες 26% του ΑΕΠ, είχαν ήδη συγκεντρωθεί από το 2016, αλλά η αστάθεια εξαιτίας της μακρόσυρτης διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος δεν επέτρεπε να «εκδηλωθούν». Ύστερα όμως από τη συμφωνία του Eurogroup της 25ης Ιουνίου, το εμπόδιο παραμερίστηκε. Το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει βέβαια την γκραντιόζα άποψη περί «πατημένου ελατηρίου», που παραπέμπει σε μια υπεραισιόδοξη προσδοκία για πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά σειρά από οικονομικούς δείκτες βελτιώνονται και οι σχετικές ειδήσεις είναι καθημερινές. Η θεαματική μείωση των spreads των ελληνικών κρατικών ομολόγων, η θεαματική αύξηση των εξαγωγών το Μάιο, το γεγονός ότι οι τράπεζες ξαναμπαίνουν στον κύκλο του δανεισμού της οικονομίας (παράλληλα με τη διευθέτηση των «κόκκινων» δανείων), οι ομολογιακές εκδόσεις μεγάλων εταιρειών του ιδιωτικού τομέα με επιτόκιο πολύ μικρότερο από αυτό που προσδοκά το Δημόσιο στη δική του έξοδο στις αγορές, η συνεχής και σημαντική ανάκαμψη των κερδών, η έναρξη της καταβολής των οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα, η μετάπτωση από τον αρνητικό πληθωρισμό σε πληθωρισμό που τείνει προς το 1% και πολλοί άλλοι επιμέρους οικονομικοί δείκτες μαρτυρούν την αλλαγή οικονομικής συγκυρίας και την είσοδο σε φάση οικονομικής ανάκαμψης.
Το γεγονός αυτό, χωρίς να είναι από μόνο του αρκετό, πάντως είναι σημαντικός λόγος για την καλλιέργεια πολιτικής σταθερότητας: όταν οι «μηχανές» της οικονομίας ξαναπαίρνουν μπρος, η τάση στους κόλπους της επιχειρηματικής τάξης είναι να μη θέλει πολιτικές περιπέτειες και αστάθειες που μπορούν να ξαναμπλοκάρουν αυτή τη «μηχανή» – κι αυτό άσχετα από το πόσο «συμπαθής» είναι η παρούσα κυβέρνηση.
Την ίδια απροθυμία για πολιτικές περιπέτειες και πολιτική αστάθεια δείχνουν και οι διεθνείς αγορές. Όταν, μέσα σε μια γενικευμένη διάθεση ανάληψης ρίσκου, αγοράζουν κρατικά ομόλογα Αργεντινής και Αιγύπτου, όταν ετοιμάζονται να υποδεχτούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που θέλουν, είναι πολιτική αστάθεια…
Δεν είναι όμως μόνο οι αγορές. Οι διεθνείς «εγγυήτριες δυνάμεις» που έχουν αναλάβει το μάνατζμεντ της ντε φάκτο ελληνικής χρεοκοπίας, υλοποιούν τώρα ένα διαφορετικό σχέδιο που στηρίζεται ολόκληρο στη νέα, αναπτυξιακή φάση της οικονομίας. Επιπλέον, όπως έχω ήδη γράψει, θέλουν να «στεφανώσουν» το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής με μια συνολική προσαρμογή (της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ, του πολιτικού συστήματος), ακριβώς για να μην αναπαράγεται διαρκώς η πολιτική αστάθεια, που δυναμιτίζει κάθε είδους σχέδιο. Δεν έχουν λοιπόν καμία διάθεση να ευνοήσουν «ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις», που είναι το συνώνυμο της πολιτικής αστάθειας.
Τέλος, την ίδια απέχθεια προς την πολιτική αστάθεια επιδεικνύει και η διοίκηση Τραμπ. Οι Νίκος Κοτζιάς και Πάνος Καμμένος έχουν αναπτύξει μια πολιτική ένταξης στην περιφερειακή συμμαχία με Ισραήλ και Αίγυπτο, η οποία επιπλέον είναι τόσο «συμβατή» με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στην περιοχή, ώστε η κυβέρνηση Τσίπρα να είναι στην πράξη η πλέον… ατλαντική και φιλοαμερικανική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης! Όταν λοιπόν σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πιάνουν δουλειά τα γεωτρύπανα στην Κύπρο, κι όταν τα γεωτρύπανα δεν είναι του… Τραμπ αλλά μεγάλων πολυεθνικών, κανείς από όλους αυτούς δεν θέλει πολιτικά εμπόδια στις περιφερειακές οικονομικές και πολιτικές μπίζνες…
Η συσσώρευση παραγόντων που ευνοούν τη σχετική πολιτική σταθεροποίηση είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Και φαίνεται όχι απλώς δύσκολο, αλλά και σχεδόν επιστημονική φαντασία, να εκτραπούν οι εξελίξεις από τη δράση εσωτερικών παραγόντων. Το ενδεχόμενο «εκτροπής» πρέπει να αναζητηθεί σε εξίσου ισχυρούς παράγοντες: είτε σε μια νέα χρηματοπιστωτική αστάθεια ή κρίση στην επόμενη διετία είτε σε μια θερμή εμπλοκή σε Κύπρο και Αιγαίο είτε σε μια «θερμή» αντιπαράθεση ΔΝΤ και Ευρωπαίων για το ελληνικό χρέος το 2018, που θα οδηγήσει σε τήξη και κρισιακού χαρακτήρα «διαζύγιο».
Ανάκαμψη με ημερομηνία λήξης: ναι, αλλά ποια;..
Φυσικά, μπορεί κανείς να ποντάρει στην ενδεχομενικότητα: στη δράση απρόοπτων παραγόντων. Όπως έδειξε πάντως η διάσωση των δύο ιταλικών τραπεζών με δημόσια στήριξη και η θεωρητικού χαρακτήρα διαφωνία της Γερμανίας, κανείς δεν θέλει να χαλάσει το κλίμα της οικονομικής ανάκαμψης και, αντίθετα, όλοι έχουν την καλή διάθεση να κάνουν τα «στραβά μάτια»…
Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, ζούμε τις μάχες οπισθοφυλακών μιας συγκυρίας που αλλάζει. Τα «μπάνια του λαού» θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η ανάπαυλα που θα μας οδηγήσει στη νέα συγκυρία.
Μπορεί ασφαλώς αυτή η σχετική σταθεροποίηση να ανακοπεί, να αποτελέσει δηλαδή μια σύντομη παρένθεση – δεν μπορεί κανείς να το αποκλείσει.
Μεσοπρόθεσμα και ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα, αυτό θα συμβεί. Όμως η πολιτική είναι υπόθεση του βραχυπρόθεσμου χρόνου…
Το δίλημμα είναι λοιπόν πιεστικό για όλους τους σχεδιαστές πολιτικής: θα ποντάρουν στο γρήγορο κλείσιμο, στην «παρένθεση» της σχετικής σταθεροποίησης, και άρα θα συνεχίσουν να κάνουν πολιτική σαν να μην υπάρχει αυτή η σταθεροποίηση (ρισκάροντας να είναι «παράταιροι» και «εκτός συγκυρίας» για ένα διάστημα όχι τόσο μικρό ώστε να «αντέχεται») ή θα επανασχεδιάσουν την πολιτική τους με βάση τα νέα δεδομένα;