Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Τσουβαλιάζεται καθημερινά ο εργαζόμενος, αλλά και ο επιχειρηματίας, το κράτος, η κοινωνία και η αγορά μεταξύ των Neoclassical Economics, που ήρθαν για να «τελειώσουν» την φιλοσοφία και την ιστορία με την χρήση κυρίως του διαφορικού λογισμού, διακηρύσσοντας πως οι δυνάμεις της αγοράς κατανέμουν με βέλτιστο τρόπο τους περιορισμένους οικονομικούς πόρους και των Populonomics, ένα σχιζοφρενικό μείγμα νεοφιλελεύθερων πρακτικών και μαρξιστικών υπονοούμενων, όπου στη θέση του εργάτη τοποθετείται ο εθνικιστής (: υπερασπιστής των εθνικοθρησκευτικών αξιών).
Όλοι αυτοί, κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί – όπως και οι τροϊκανοί – των Neoclassical Economics και «θυμωμένοι» πατριώτες ακροδεξιοί, που συμπαρασύρουν πλέον, ως ιστορική φάρσα, «αγανακτισμένους» πατριώτες αριστερούς (των Populonomics,), νομίζουν πως την «τσουβαλιάζονται» την τέχνη της πολιτικής μιλώντας για οικονομία, αλλά τελικώς τους τσουβαλιάζουν οι ηγεσίες τους, που δεν πιστεύουν σε τίποτε απολύτως από αυτά που διακηρύσσουν!
Και οι δυο κατηγορίες, που φαίνεται σήμερα να αντιπαρατίθενται στην Ευρώπη και όχι μόνον, έχουν ως οικονομικό πρότυπο τη νευτώνεια μηχανική, με την διαφορά πως οι των Neoclassical Economics αναζητούν την ισορροπία και τη μεγιστοποίηση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ενώ οι των Populonomics στο πλαίσιο του εθνικού κράτους που πρέπει να «καθαρίσει» από τα ξένα «περιττώματα»: από την «πολύχρωμη κοπριά» από σύγχρονους φτωχούς μετανάστες, όπως θεωρεί αυτό το πολύ συμπλεγματικό κορίτσι του AfD, η κυρία Frauke Petry!
Ξέρεις, αναγνώστη μου, τι έπαθαν όλοι αυτοί οι φουκαράδες που πίστεψαν τις απλοϊκότητες μέχρι ακραίας ηλιθιότητας των Neoclassical Economics και των Populonomics; Οι πρώτοι κατασκεύασαν ένα διαταραγμένο γνωστικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο «όλα είναι οικονομία», καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως τα πάντα – και ασφαλώς οι ανθρώπινες σχέσεις – χωρούν σε απλές εξισώσεις, ενώ οι δεύτεροι, επιστημονικώς και μορφωτικώς μάλλον σε δραματικότερη κατάσταση, κατασκευάζουν μια κοσμοαντίληψη σύμφωνα με την οποία είναι οι πρώτοι που με τη νεομετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα επιχειρούν να τους απαθλιώσουν κοινωνικοοικονομικά, αφού πρώτα τους διαβρώσουν πολιτισμικά!
Τρικυμία εν κρανίω και σοβαρή ψύχωση, την ώρα που η Κοινωνία Ευημερίας και το Κράτος Δικαίου και Πρόνοιας διέρχονται μαζικά πλέον κρίση, επειδή ακριβώς το γρήγορο και εύκολο οικονομικό κέρδος οδήγησε τους των Neoclassical Economics στην πρόκληση μιας τεράστιας χρηματοπιστωτικής φούσκας, ενώ η αντίδραση εκείνων των Populonomics προς αυτό που βάσιμα απειλεί την μικροαστική τάξη – με δικό τους σκοπό το γρήγορο και εύκολο πολιτικό κέρδος – οδηγεί στην αναβίωση του φασισμού. Και αυτό επειδή επιστρέψαμε, σαν σε ιστορική φάρσα, σε μια εποχή κατά την οποία – όπως έλεγε ο Αλμπερτ Αϊνστάιν – «έχει αποτραβηχτεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του καθενός, χωρίς να φαίνεται πουθενά μια σταθερή αρχή, στην οποία μπορεί κανείς να οικοδομήσει οτιδήποτε».
Και όμως αρχή υπάρχει και λέγεται ζωή και βιόσφαιρα. Και όμως βάση υπάρχει στην βιολογική και όχι ασφαλώς μηχανιστική αντίληψη των οικονομικών: στη βιοοικονομία και στη συμφιλίωση με τους μηχανισμούς που διέπουν την αναπαραγωγή της ζωής. Στη θεμελίωση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, στο πλαίσιο κανόνων και οργανωτικών αρχών που συμβιβάζουν την αποτελεσματικότητα με την αναπαραγωγή μιας μορφής πλούτου που δεν θα καταστρέφει τις κοινωνίες και την βιόσφαιρα. Ως προς αυτό διαθέτουμε σήμερα ικανούς ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, όπως και τεχνολογία. Πολιτικούς δεν έχουμε! Σοβαρά και υπεύθυνα / ευαίσθητα πολιτικά συστήματα δεν διαθέτουμε! ΜΜΕ έξω από την παράνοια της σύγκρουσης των ηλιθίων των Neoclassical Economics και των ψυχωτικών των Populonomics δεν έχουμε! Ένα σύγχρονο προοδευτικό κίνημα δεν έχουμε!…
Φτάσαμε η αριστερά να σέρνεται σήμερα πίσω από την εθνικιστική δεξιά, η οποία τον περασμένο αιώνα ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, ήταν αυτή που «έκλεψε» από τον Λένιν και τον Στάλιν το εξουσιαστικό επιφαινόμενο για να κατασκευάσει τον φασισμό και τον ναζισμό. Σήμερα η αριστερά παρέμεινε στο φάσμα της μαρξιστικής κριτικής στην κλασική πολιτική οικονομία, που ναι μεν συνεχίζει να ξεχειλίζει από πάθος και συναίσθημα, αλλά και αυτό εξευτελίζεται κοινωνικώς με την παρέμβαση των λαϊκιστών των Populonomics, η πλειονότητα των οποίων δομείται στο χώρο του φασισμού – και όχι οπωσδήποτε στο χώρο των νοσταλγών του ναζισμού ή του λενινισμού.
Η αριστερά θα έχει μέλλον στον 21ο αιώνα και ο κόσμος ελπίδα για την ενδυνάμωση του δημοκρατικού παραδόξου, δηλαδή την από κοινού ανάπτυξη της ισότητας με την ελευθερία, αν ξεφύγει από τη σύγχρονη διαμάχη των ψευδαισθήσεων μεταξύ των ακολούθων των Neoclassical Economics και των ακολούθων των Populonomics. Αν η προοδευτική κοινωνία δεν περάσει συνειδητά και αγωνιστικά από τον Homo Economicus στον Homo Bioeconomicus, δεν πρόκειται να συναντηθεί τα επόμενα χρόνια ούτε με τον σοσιαλισμό, ούτε με την όμορφη ουτοπία του φιλελευθέρου διαφωτισμού. Η μαρξιστική θεωρία δεν είναι Populonomics. Καταντά να γίνεται, ωστόσο, αν την χρησιμοποιήσεις για να νομιμοποιήσεις πολιτικές σταθεροποίησης εντός του νεοφιλελευθερισμού των Neoclassical Economics. Το συνολικό έργο του Karl Marx έχει αξία αν το δεις σήμερα σε σχέση με το έργο των Adam Smith, David Ricardo, Thomas Malthus και John Stuart Mill (για παράδειγμα) και όχι ενώπιον του εγωτισμού του Jeremy Bentham, τον οποίο στόλισαν σαν χριστουγεννιάτικο δένδρο οι σύγχρονοί μας Νεοκλασικοί Οικονομιστές, τοποθετώντας πάνω του αντί για λαμπιόνια κομψές εξισώσεις!
Αν οι μαρξιστές δεν συναντηθούν με την βιομαθηματική λογική και την αυθεντική πολιτική ευαισθησία της βιοοικονομίας, θα «κακοποιηθούν» και θα χρησιμοποιηθούν ξανά από τους φασίστες (νεοφασίστες) που κυριαρχούν πλέον στον χώρο των Populonomics.
Αντιγράφω από το «insidestory.gr» μια εξαιρετική σύνοψη της ανόδου του φασισμού του περασμένου αιώνα – που και αυτός, όπως ο σημερινός βασίστηκε στα Populonomics: «Στο βιβλίο του “Από τον φασισμό στη Δημοκρατία”, ο Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο χαρτογράφησε τις ταξικές διαστρωματώσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών και την υποστήριξη που έδιναν στις κοσμοθεωρίες που όριζαν το modus operandi της πολιτικής ζωής μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την Οκτωβριανή Επανάσταση. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, τα ανώτερα οικονομικά στρώματα υποστήριζαν φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα που τάσσονταν υπέρ της ελεύθερης αγοράς, την ώρα που το “προλεταριάτο” εντασσόταν συμπαγές στο κομμουνιστικό κίνημα υπό την πίεση της επικράτησης των μπολσεβίκων στην ΕΣΣΔ. Οι δύο τάξεις ανέπτυξαν οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους που συχνά οδηγούσε σε ανοιχτές εμφυλιακές συγκρούσεις, όπως η Νοεμβριανή Επανάσταση στη Γερμανία το 1918.
Μεταξύ των δύο παραπάνω κυρίαρχων ρευμάτων εμφανίζονταν οι μικροαστοί, τα στρώματα των μικροϊδιοκτητών και της υπαλληλίας που ένιωθαν να απειλούνται –και πράγματι απειλούνταν– τόσο από την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής που ευαγγελίζονταν οι κομμουνιστές, όσο και από το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο που έφερνε ο διεθνοποιημένος καπιταλισμός. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η παραγωγή, τα πολιτικά κινήματα, ο πόλεμος αποκτούσαν παγκόσμιο χαρακτήρα και δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό το εθνικό πρίσμα. Μπροστά στο φάσμα του οικονομικού αφανισμού, ο μικροϊδιοκτήτης στην πόλη και την ύπαιθρο στράφηκε στις πολιτικές δυνάμεις που αντιδρούσαν ενάντια στον καπιταλισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό, υποσχόμενες την επιστροφή σε ένα κόσμο πιο απλό, πιο εθνικό, με προστατευτικά στεγανά και χωρίς σκοτούρες. Τέτοιες δυνάμεις ήταν τo Φασιστικό Κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι και το Ναζιστικό Κόμμα του Χίτλερ. Το τελευταίο δεσμευόταν στα μικρομεσαία στρώματα ότι θα τους προστάτευε τόσο από την κομμουνιστική λαίλαπα, όσο και από το διεθνές κεφάλαιο, το οποίο ταυτίστηκε συνωμοσιολογικά με τους Εβραίους. Οι μικροαστοί, καταπονημένοι από το οικονομικό κραχ του ’29 – την πρώτη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού – και τους υψηλούς δείκτες ανεργίας, αντιδρούσαν στο πρώτο “σοκ της παγκοσμιοποίησης” και απέρριπταν οτιδήποτε έθετε σε κίνδυνο την εθνική κοινωνία που ήξεραν και δεν ήθελαν να αποχωριστούν».
Σήμερα υπάρχουν αναλογίες μ’ εκείνη την περίοδο, με τη μεγάλη διαφορά πως η ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης μετά τη διάλυση του διπολισμού και τη σαφή ήττα του σοσιαλιστικού κινήματος παγκοσμίως, έκανε πολύ πιο εύκολο το έργο των Populonomics του φασισμού. Τώρα απλώς τα καταστρεφόμενα μικροαστικά στρώματα από την πολιτική των Neoclassical Economics – η οποία αναπόδραστα καταλήγει στις λεγόμενες «κοινωνίες των δύο τρίτων» – πέφτουν χωρίς να μεσολαβήσει πόλεμος με στρατιωτικά μέσα στην αγκαλιά των Populonomics με έναν αυτονόητο τρόπο και χωρίς σοβαρή πολιτική αντίσταση από τους σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένους στο σύστημα σοσιαλιστές. Και εάν αυτό δεν συνειδητοποιηθεί από την προοδευτική κοινωνία και το σοσιαλιστικό αφήγημα δεν συνδεθεί απολύτως με τη βιοοικονομία, τα επόμενα χρόνια θα βιώσουμε την επιστροφή στην απόλυτη βαρβαρότητα του φασιστικού εθνικισμού σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές χώρες… μέχρι να αρχίσει ξανά ένας μεγάλος – ο πιο μεγάλος και καταστροφικός – πόλεμος.