Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
«Φοβάμαι» πως γίνομαι πλέον κτήμα του έλληνα δημοσιογράφου… ταχύτατα, απρόσμενα, αιφνιδιαστικά!
Εκεί που μια χαρά συνεννοούμαστε μεταξύ μας, αναγνώστη μου, έρχεται τώρα στην παρέα μας και ο δημοσιογράφος για να διαπιστώσει πως δεν υπάρχει πραγματικός κόσμος έξω από τη γλώσσα – δηλαδή τις discourses με τις οποίες εμείς ανασυνθέτουμε κόσμους, προσεγγίζοντας το πραγματικό, για να αλλάξουμε την πραγματικότητα. Και τι πληρέστερο από τη γλώσσα της τεχνολογικά προηγμένης τηλεόρασης!
Και όχι όποιος-όποιος δημοσιογράφος, αλλά ο προβεβλημένος, ο ρεαλιστής, ο έγκριτος, ο σημαίνων, αυτός που αισθανόταν πάντοτε άβολα βαδίζοντας στο ίδιο πεζοδρόμιο με εμάς. (Γιατί άραγε;) Στο ίδιο πεζοδρόμιο δεν χωρούσαμε μαζί, αλλά να, τώρα που ο δημοσιογράφος μας αναγκάζεται να κατέβει στον δρόμο είναι έτοιμος να αποδεχτεί πως είναι ο κόσμος που αναπαριστά η γλώσσα (στη γενική σημειολογική της μορφή) αυτός που αλλάζει τα συνδηλούμενα στον πραγματικό κόσμο.
Με τη γλώσσα φέρνεις την αλλαγή. Με τη γλώσσα μεταμορφώνεις κοινωνίες, οικονομίες, ζωές και πολιτείες. Με τη δημοσιογραφική γλώσσα δεν περιγράφεις (αποτυπώνεις / εκφράζεις) την πραγματικότητα, προκαλείς την πραγματικότητα. Είσαι τελικά η γλώσσα σου και δεν υπάρχεις απλώς μέσω της γλώσσας σου. Άρα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος σήμερα στην ελληνική συγκυρία πως ο διεισδυτικότερος πολιτικός αναλυτής είναι ο τηλεοπτικός παρατηρητής;
Θα μπορούσε! Και αυτό φέρνει τον δημοσιογράφο που επιθυμεί να παραμείνει σημαντικός δημοσιογράφος στην παρέα μας. Στην παρέα των ενόχων! Στην παρέα εκείνων που προσπαθώντας καθημερινά να απαλλαγούν από τη τυραννία της γλώσσας τους, συνειδητοποιούν την ενοχή τους προς τη κοινωνία. Και θα παραμείνουμε ένοχοι, όσο υπάρχει μέσα μας ο εισαγγελέας που αγορεύει εναντίον της βίας της ερμηνείας μας. Είμαστε ένοχοι για αυτά που λέμε και για αυτά που θα θέλαμε να πούμε, αλλά δεν λέμε. Όποιος μιλάει απλώς περιγράφει την ενοχή του. Δεν υπάρχουν αθώοι άνθρωποι, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει αθώα γλώσσα. Η συνειδητοποίηση της ενοχής μας είναι το πρώτο στάδιο της αποθεραπείας μας από την ιδιώτευση. Το πρώτο βήμα σε ένα δημόσιο χώρο όπου η πολιτική θα αγωνίζεται ανυπόκριτα να συναντήσει την ηθική και αντίστροφα.
Σε αυτόν τον χώρο ο τηλεοπτικός παρατηρητής (αναλυτής της δομής – υλικής και γλωσσικής – του τηλεοπτικού φαινομένου) καταλήγει να μεταβάλλεται σε ικανότατο πολιτικό παρατηρητή, στο βαθμό που ξεφύγει ασφαλώς από το φάσμα του κουτσομπολιού. Εδώ έρχονται να κινηθούν σήμερα [γιατί;] κάποιοι δημοσιογράφοι του πολιτικού ρεπορτάζ και δεν κάνουν άσχημα. Πρόσφυγες είναι οι άνθρωποι στην Χώρα-(μας) μιας επιφανειακής αλήθειας, η οποία διηγούμενη ενοχικά οδηγεί να προσεγγίσουμε την αλήθεια σε βάθος… να αναλύσουμε εντίμως πολιτικά αυτό που συμβαίνει.
Μέχρι τώρα αυτοί οι άρτι αφιχθέντες δημοσιογράφοι-πρόσφυγες στη δική μας πολιτική «χώρα» έλεγαν ψέματα για τη τηλεόραση για να επιβεβαιώσουν την πολιτική αλήθεια της διαπλοκής στην Ελλάδα, ενώ σήμερα οι ίδιοι λένε ψέματα για την πολιτική για να επιβεβαιώσουν τη τηλεοπτική αλήθεια της διαπλοκής … και αυτό, σε συνδυασμό, αποκαλύπτει πλήρως την πολιτική πραγματικότητα στην πατρίδα μας.Καλώς τα παιδιά, λοιπόν! Πάντα πίστευα πως οι συναντήσεις στον δρόμο είναι περισσότερο ενδιαφέρουσες από εκείνες στο πεζοδρόμιο. Βλέπεις στον (κοινό) δρόμο ακόμη και η ενοχή ή το σύμπλεγμα θα μπορούσαν να εκφραστούν δημιουργικά. Το πεζοδρόμιο έχει σίγουρα περισσότερη υποκρισία και πουτανιά!