Σε πολλές περιπτώσεις δωροδοκιών προς το εξωτερικό εμπλέκονται ελληνικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αποκαλυπτική έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σύμφωνα με tovima.gr, η έρευνα που έχει συνταχθεί από την ομάδα εργασίας του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας, αξιολογεί και διατυπώνει συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή και την υλοποίηση, εκ μέρους της Ελλάδας, της Συνθήκης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας σε διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.
Αναφερόμενος ειδικά σε υποθέσεις δωροδοκίας που εξακολουθούν να διερευνώνται από ξένες -και ανά περίπτωση και από τις ελληνικές αρχές- ο ΟΟΣΑ εστιάζει σε έξι υποθέσεις που είτε έχουν δει ήδη το φως της δημοσιότητας είτε όχι.
Οι περιπτώσεις
Η πρώτη περίπτωση αφορά στην μεγαλύτερη ελληνική κατασκευαστική εταιρεία στην Ελλάδα η οποία φέρεται να προχώρησε σε δωροδοκία υπαλλήλων στα Σκόπια, ώστε να λάβει ένα συμβόλαιο 270 εκατ. ευρώ για την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου. Όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, η ελληνική εταιρεία κέρδισε τη σύμβαση παρά το γεγονός ότι η προσφορά της ήταν σημαντικά υψηλότερη κατά 40 εκατ. ευρώ από εκείνη των ανταγωνιστών της. «Μια προκαταρκτική έρευνα είναι σε εξέλιξη στην Ελλάδα για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Εν αναμονή της απάντησης για Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή, οι ελληνικές αρχές ήρθαν σε επαφή με τους ομολόγους τους στην Eurojust», σημειώνεται σχετικά.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά σε παλαιστινιακών συμφερόντων εταιρεία με έδρα την Ελλάδα που φέρεται ότι κατέβαλε τουλάχιστον 380.000 ευρώ σε δωροδοκίες σε έναν υπάλληλο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών του Ομάν.
«Μια προκαταρκτική έρευνα είναι σε εξέλιξη στην Ελλάδα για δωροδοκία ξένου», σημειώνει η έκθεση και αποκαλύπτει πως οι ελληνικές αρχές επικοινώνησαν με την Eurojust, ενώ και το ΣΔΟΕ ανέλαβε να προβεί σε έρευνες στην Ελλάδα.
Η τρίτη υπόθεση αφορά σε γνωστό ελληνικό όμιλο που παρέχει λογισμό λοταριών και ο οποίος φέρεται να δωροδόκησε δημόσιους υπαλλήλους στην Ουάσιγκτον για να κερδίσει ένα συμβόλαιο το 2009 ύψους 38 εκατ. δολαρίων.
«Η Ελλάδα ζήτησε δικαστική συνδρομή από τις ΗΠΑ που εξακολουθεί να εκκρεμεί. Οι ελληνικές αρχές δεν έχουν αναφερθεί σε περαιτέρω μέτρα για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην Ελλάδα», αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ.
Η τέταρτη υπόθεση αφορά στην γνωστή υπόθεση του πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και πρώην υπουργού Χριστόδουλου Χριστοδούλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση επειδή δεν δήλωσε στον φόρο εισοδήματος 1 εκατ. ευρώ που έλαβε από την εταιρεία Focus Maritime Corp το 2007. «Η Ελλάδα δεν ξεκίνησε έρευνα για δωροδοκία σε αυτή την περίπτωση, ενώ οι Έλληνες εισαγγελείς δεν γνώριζαν τις αιτιάσεις σε αυτή την περίπτωση», αναφέρει επικριτικά ο ΟΟΣΑ.
Η πέμπτη υπόθεση αφορά στην υπόθεση της δωροδοκίας μελών του Συμβουλίου Αποχέτευσης Πάφου (ΣΑΠΑ) το 2007. Κατά την έκθεση του ΟΟΣΑ τουλάχιστον δύο Κύπριοι αξιωματούχοι έχουν ομολογήσει την ενοχή τους για την αποδοχή δωροδοκιών, ενώ άλλοι περιμένουν να δικαστούν. Στην υπόθεση αυτή η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι ξεκίνησε τις έρευνες εναντίον των Ελλήνων υπηκόων για πιθανή δωροδοκία.
Η έκτη υπόθεση αφορά σε ελληνικό όμιλο καπνικών από τη Θεσσαλονίκη με παρουσία στην Αλγερία. Οι εταιρείες του ομίλου φέρονται να δωροδόκησαν -σε χωριστές συναλλαγές – έναν ανώτερο αξιωματούχο της Αλγερίας, που είναι στέλεχος της κρατικής εταιρείας καπνού. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι ελληνικές αρχές έμαθαν τους ισχυρισμούς της Αλγερίας στα τέλη του 2014. Ένας εισαγγελέας στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε έρευνες στην Ελλάδα.
Καταλήγοντας η έκθεση του ΟΟΣΑ σημειώνει πως αρκετές καταγγελίες ξένων εμπλέκουν ελληνικές εταιρείες και ιδιώτες σε υποθέσεις δωροδοκίας και το θετικό είναι πως έχουν εκκινήσει στην Ελλάδα δικαστικές έρευνες για τις περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις.
«Η Ελλάδα δεν έδωσε την ίδια προτεραιότητα για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών που έχει δώσει για την καταπολέμηση της εγχώριας διαφθοράς. Αυτή η έλλειψη προτεραιότητας επηρέασε πολλαπλές πτυχές της καταπολέμησης της δωροδοκίας ξένων (υπηκόων), συμπεριλαμβανομένης της ευαισθητοποίησης, της ανίχνευσης, της υποβολή εκθέσεων και της καταστολής του εγκλήματος», τονίζεται στην έκθεση.