Οφείλω να παραδεχθώ ενώπιον σας ότι στην αρχή μου φαινόταν βουνό να πρέπει να διαβάσω ένα ολόκληρο βιβλίο 370 σελίδων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και μάλιστα σε αυτή την περίοδο που είναι επιφορτισμένη με πολλά. Ήταν μέχρι να ξεκινήσω. Το διάβασμα έρεε, γιατί ο Κωνσταντίνος Μανίκας, μέσα από τον προσωπικό τόνο που χρησιμοποιεί, και τον χρησιμοποιεί περίτεχνα, χωρίς να εξαντλείται σ αυτόν, πετυχαίνει την αμεσότητα με τον αναγνώστη και φυσικά του κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η συγγραφή – για την ακρίβεια η έκδοση – αυτού του βιβλίου συνέπεσε με μια μεγάλη περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης με ραγδαίες και βίαιες αλλαγές σε ατομικό, συλλογικό και εθνικό επίπεδο.
Και σ αυτή τη συγκυρία, σε μια εποχή που ο ρόλος της ηγεσίας αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο, κατά την ταπεινή μου άποψη, η ψυχή του ηγεμόνα, το τι δηλαδή φωλιάζει στην ψυχή του, αν είναι ήρωας ή απατεώνας, σωτήρας ή μπαμπούσκα, έχει από μόνο του εξαιρετικό ενδιαφέρον – διότι στην ουσία σε αυτό αντανακλά και η ίδια η κοινωνία που τον επιλέγει για ηγέτη της. Πόσο μάλλον αν η ανάλυση αυτή εμπνέεται από τις οικογενειακές δομές και το βαθμό επηρεασμού της ψυχοδομής του ενήλικα από το οικογενειακό του περιβάλλον – αγαπημένο ζήτημα ψυχαναλυτών και ψυχιάτρων ανά τους αιώνες.
Μέσα από μία περίτεχνη αφήγηση, που έχει σαφή, σαφέστατο ιδεολογικό προσανατολισμό – τον φιλελευθερισμό – ο Κωνσταντίνος Μανίκας βάζει κυριολεκτικά στο μικροσκόπιο την ψυχοσύνθεση του ηγέτη, αλλά και τον χωρο –χρόνο μέσα στον οποίον αυτός ασκεί τα καθήκοντά του. Και το κάνει με έναν τρόπο έξυπνο, που αρχίζει δανειζόμενος τα μάτια ενός παιδιού ή μικροεφήβου και καταλήγει στη ματιά το παιδιού που ενηλικιώθηκε. Του ενήλικα που αντιλαμβάνεται τη ζωή αλλιώς αν είναι πρωτότοκο παιδί μιας οικογένειας, στερνοπούλι ή παιδί «σάντουϊτς» όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τα μεσαία παιδιά μιας οικογένειας, τα πιο εκτεθειμένα κατά την άποψή του στην κοινωνική περιθωριοποίηση.
Στα μάτια μου ο συγγραφέας παλεύει να κρατήσει ψηλά στην ψυχή του την αξία της πολιτικής, από την οποία έλκεται έντονα, χωρίς πάντως να κρύβει την απογοήτευση για το επίπεδο με το οποίο αυτή ασκείται. Στο κεφάλαιο «η ροκ πλευρά της πολιτικής» τη χαρακτηρίζει εξ ορισμού βουτηγμένη στο ροκ, αν και όπως παρατηρεί, εκ της αποκαλύψεως, η άσκησή της συχνά δεν αποτελεί κάτι παραπάνω από μία μετρίων ικανοτήτων λαϊκή ορχήστρα.
Δεν θα διαφωνούσα, αν και επίσης εξ ορισμού, ακόμη και η μουσική μιας λαϊκής ορχήστρας απαιτεί αρμονία, συγχρονισμό και καλοδουλεμένο αφτιά για να αποδώσει, στοιχεία που πολύ αμφιβάλω ότι συναντά κανείς στις μέρες μας στην πολιτική και τους εκπροσώπους της.
Θα συμφωνούσα με πολύ μεγαλύτερη άνεση ότι η πολιτική είναι σαν τη μπάμπουσκα, με τα χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες αλλά και τη σύνδεση με την οικογενειοκρατία που της προσδίδει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο «μια ακόμη πολιτική μπάμπουσκα;»
Η συστηματική παρατήρηση – προϊόν εμπειρίας και στοχασμού – της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, που κάνει στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι ο συγγραφέας, οδηγεί τον ίδιον σε ενδιαφέρουσες παραδοχές αλλά τελικά και σε προτάσεις για τη μετάβαση στη νέα εποχή και κυρίως για τη συμμετοχή των ίδιων των ανθρώπων που τους αφορά και πολύ συχνά αντιμετωπίζεται ως απειλή και μοιραία αντιμετωπίζεται με φόβο, καχυποψία ακόμη και αδιαφορία. Παροτρύνει, όμως, με έναν τρόπο και τον αναγνώστη να κάνει το ίδιο, αναλύοντας, αντιπαραβάλλοντας, συγκρίνοντας, ή απορρίπτοντας ότι στην πορεία θεωρεί ξεπερασμένο.
Ο ρόλος της ηγεσίας, οι συγκρούσεις, η εσωστρέφεια και η παθογένεια των κομματικών δομών αποτελούν αφετηρία για την προσέγγιση της μετάβασης από ένα παρωχημένο μοντέλο σε ένα ανοικτό σύστημα, που όπως σωστά παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Μανίκας θα οδηγεί αναντίρρητα στην αξιοπιστία και σε μία κοινωνία που όλοι θα νιώθουν πως ό,τι έχουν να συνεισφέρουν εκτιμάται ανάλογα και με κοινό μετρητή.
Στο βιβλίο εξετάζονται τα βήματα προς την επίτευξη της αλλαγής, τα εμπόδια της μετάβασης, η έννοια του ρόλου τον οποίον συνειδητή ή ασυνείδητα, φανερά ή κρυφά, τυπικά ή άτυπα διαδραματίζει ή θεωρεί ότι πρέπει να διαδραματίσει ο ηγέτης, η αυταπάτη, οι διαψεύσεις, οι προσωπικές ματαιώσεις και οι κοινωνικές απογοητεύσεις που ο ίδιος ή το μοντέλο που υπηρετεί προκαλούν.
Αυτή τη δυσκολία για την αλλαγή, την όποια αλλαγή, την προσωπική ή τη συλλογική που εύστοχα περιγράφει ο συγγραφέας λέγοντας ότι η έμφυτη τάση για αντίσταση σε κάθε αλλαγή απαιτεί διπλό κόπο και τριπλό κίνητρο για να υπερκεραστεί.
Σαν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, με σταθμούς και δαιδαλώδεις διαδρομές – πραγματικές ή φαντασιακές, ψυχικές ή διανοητικές, η Ψυχή του Ηγεμόνα διατρέχει όλα τα στάδια της ζωής ενός τελικά συνειδητοποιημένου ενήλικα : Από την πρώτη αγάπη, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες ως την απογοήτευση, τη ματαίωση, την ανάγκη για επιβεβαίωση και την κοπιώδη απελευθέρωση απ αυτήν, τη στάχτη και την εκ βάθρων αναγέννηση.
Επέλεξα για το τέλος, μία παράγραφο από το κεφάλαιο Θλίψη που προηγείται – πάντα θα πω εγώ, όχι μόνο στο βιβλίο – της αποδοχής και της μόνης σωτηρίας.
“Μη στερήσεις ποτέ από τον εαυτό σου τη χαρά να ανοίξει τα νέα δώρα που σου προσφέρει η ζωή, θρηνώντας για όσα δεν ξετύλιξες εγκαίρως ή δεν κατέληξαν ποτέ στον παραλήπτη. Μην ντραπείς να κατανοήσεις αυτό που συμβαίνει. Οσο κι αν μας καθορίζουν οι πρώϊμες παιδικές ποινές, όσο κι αν αναπαράγουμε βασικούς ψυχαναγκασμούς, η τελική πορεία παραμένει πάντα στα χέρια μας.”