Την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ να απορρίψει την προσφυγή του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και του Γερμανού ευρωβουλευτή Φάμπιο ντε Μάσι, οι οποίοι στρέφονταν κατά της ΕΚΤ επειδή δεν έδωσε πρόσβαση στην Ελλάδα σε εσωτερικά έγγραφα την κρίσιμη περίοδο για την ελληνική οικονομία πριν το δημοψήφισμα του 2015, σχολιάζει η εφημερίδα Tageszeitung.
Τα επίμαχα έγγραφα τα οποία είχαν τότε ζητηθεί και τα οποία δεν δόθηκαν ποτέ στην ελληνική κυβέρνηση από την ΕΚΤ αφορούσαν την απόφαση της τελευταίας να παγώσει την έκτακτη παροχή ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες. «Ήταν ο βασικός μοχλός πίεσης προς την ελληνική αριστερή κυβέρνηση: την άνοιξη του 2015 η ΕΚΤ αποφάσισε να αποσυνδέσει τις ελληνικές τράπεζες από τον μηχανισμό έκτακτης στήριξης του ευρωσυστήματος, τον λεγόμενο Μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA). H EKT είχε στηρίξει τότε την απόφασή της σε μια μυστική νομική γνωμοδότηση. Τώρα το Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο αποφάσισε ότι η αμφιλεγόμενη αυτή κίνηση ήταν νόμιμη» γράφει η TAZ.
Η ΕΚΤ και «ο χώρος προβληματισμού» που δικαιούται
Όπως αναφέρει η εφημερίδα του Βερολίνου, σύμφωνα με τους δικαστές, η ΕΚΤ έπρεπε να διασφαλίσει έναν δικό της «χώρο για προβληματισμό» και υπό την έννοια αυτή μπορούσε να μη δημοσιεύει γνώμες εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με την TAZ oι δύο προσφεύγοντες, Γιάνης Βαρουφάκης και Φάμπιο ντε Μάσι, «ήθελαν η γνώμη των εμπειρογνωμόνων να βγει στη δημοσιότητα. Ωστόσο οι ευρωπαίοι δικαστές στην απόφασή τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση του εγγράφου για να προστατεύσει τα περιθώρια ελιγμών της.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία, η ΕΚΤ είχε το δικαίωμα να λάβει υπόψη τις πιθανές αρνητικές συνέπειες που θα είχε η δημοσιοποίηση του εγγράφου τόσο για το 2015 όσο και για τα συνακόλουθα έτη».
Ο ντε Μάσι δήλωσε μετά την ανακοίνωση της απόφασης του ευρωπαϊκού δικαστηρίου: «Κάτι βρωμάει εδώ. Το δικαστήριο πιστεύει ότι η ΕΚΤ χρειάζεται ‘χώρο για προβληματισμό’, ωστόσο η διαφάνεια δεν εμποδίζει την ΕΚΤ από το να σκέπτεται». Πάντως οι δύο προσφεύγοντες φαίνεται ότι θέλουν να πάνε την υπόθεση και στον επόμενο βαθμό κι όπως δηλώνει ο ντε Μάσι: «Εκτιμούμε ότι έχουμε καλές πιθανότητες για μια αναθεώρηση της απόφασης.»
Oι συνέπειες «μεγάλης εμβέλειας» της δικαστικής απόφασης
Η TAZ παρατηρεί πάντως ότι εάν η απόφαση παραμείνει ως έχει τότε θα συνιστά «αθώωση» για την ΕΚΤ και «ενδεχομένως να έχει μεγάλης εμβέλειας συνέπειες για όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Έτσι στο εξής θα πρέπει να φοβούνται ότι σε περίπτωση παρόμοιας κρίσης χρέους με την Ελλάδα ενδέχεται να πιαστούν στην ίδια μέγκενη. Η απόφαση της ΕΚΤ είχε δυσχεράνει τότε τη διαπραγματευτική θέση της αριστερής κυβέρνησης.»
Όπως υπενθυμίζει η TAZ, η απόφαση της ΕΚΤ είχε προκαλέσει τότε κύμα οργής ενώ 30.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και επιφανείς οικονομολόγοι όπως ο Τζέιμς Γκαλμπρέιθ και ο Τζέφρι Σακς ή η πρώην υποψήφια του SPD για την ομοσπονδιακή προεδρία Γκεζίνε Σβαν, είχαν ζητήσει να αναθεωρηθεί η απόφαση (της ΕΚΤ).
«Χωρίς επιτυχία. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο τότε υπ. Οικονομικών Βαρουφάκης δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κλείσουν προσωρινά τις τράπεζες και να επιβάλλουν ελέγχους στη διακίνηση κεφαλαίων. Έτσι η κρίση επιδεινώθηκε έντονα. Οι πιστωτές -και πρωτίστως η Γερμανία- εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να επιβάλουν στην Αθήνα ένα νέο πρόγραμμα βοήθειας με σκληρούς όρους.
Έως σήμερα οι συνέπειες είναι εμφανείς. Το πρόγραμμα στήριξης έχει μεν λήξει, αλλά η πολιτική λιτότητας συνεχίζεται» σημειώνει η TAZ, κάνοντας τέλος και μια σύνδεση με τα γεγονότα της προηγούμενης Δευτέρας και τη μη εκταμίευση προς την Ελλάδα του 1 δισ. στο πλαίσιο της ελάφρυνσης του χρέους, επειδή η χώρα ακόμη δεν έχει καταφέρει να ολοκληρώσει όλα τα προαπαιτούμενα.
Η TΑΖ αναφέρεται στην εκκρεμότητα που αφορά τις αλλαγές στο θέμα της προστασίας πρώτης κατοικίας αλλά και στην κριτική των ελεγκτών του ΔΝΤ ως προς τις συνέπειες της αύξησης του κατώτατου μισθού. «Κριτική πάντως για την ΕΚΤ δεν ακούστηκε από τα χείλη τους», αναφέρει κλείνοντας η TAZ.