Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Η επιλογή του Αντώνη Σαμαρά να μην καταθέσει εισήγηση ως πρωθυπουργός στη σημερινή συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης που ο ίδιος ζήτησε, έχει αφήσει άναυδο το πανελλήνιο. Το πρωτοφανές της κίνησης αφορά επίσης το γεγονός ότι στη θέση του δε θα μιλήσει ο τυπικά δεύτερος τη τάξη, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος.
Αντιθέτως ο Σαμαράς επέλεξε να δώσει τη θέση του στο Μάκη Βορίδη ο οποίος θα εισηγηθεί αύριο επισήμως την πρόταση για ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Αναρωτιέται κανείς πώς ένας πρωθυπουργός που αισθάνεται την (πολιτική) ανάγκη να ζητήσει την στήριξη της κυβέρνησης από τους βουλευτές, δεν παίρνει ο ίδιος το ρόλο του να εισηγηθεί την πρόταση. Είναι από τις στιγμές που στύβεις το κεφάλι σου να φανταστείς ποιος απώτερος στόχος μπορεί να κρύβεται πίσω από μια τέτοια κίνηση. Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο οδηγείσαι να πιστέψεις το προφανές. Ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται τη συγκυρία τόσο δύσκολη για την κυβέρνησή του που προτιμάει να βάλει έναν υπουργό να θέσει το ζήτημα της ανάγκης στήριξης προτάσσοντας έτσι τους ανθρώπους που εργάζονται για την κυβέρνηση πέραν του ιδίου.
Στην πραγματικότητα ο λόγος είναι ότι δεν έχει επαρκή επιχειρήματα για να πείσει το σύνολο των βουλευτών του για την ανάγκη συνέχισης του έργου της κυβέρνησης που δεν έχει αποδώσει αυτά για τα οποία εκείνοι δεσμεύτηκαν στους ψηφοφόρους τους. Το γεγονός δε ότι το όλο εγχείρημα έρχεται μόλις λίγες μέρες μετά την έντονη πίεση της Τρόικας για τρίτο μνημόνιο κάνει την παραμονή της κυβέρνησης ακόμη πιο δύσκολη.
Τέλος, η επιλογή του υπουργού υγείας Μάκη Βορίδη, που εκφράζει ένα έντονα συντηρητικό κομμάτι της δεξιάς παράταξης αλλά και ως υπέρμαχος όλων των φιλελεύθερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης μόνο τυχαία δεν είναι. Αντιθέτως αφορά έντονα και πολιτική ατζέντα που έχει ο Αντώνης Σαμαράς για τα εσωκομματικά της Νέας Δημοκρατίας, προσπαθώντας να προλάβει τους κεντροδεξιούς οι οποίοι σύντομα θα αμφισβητήσουν και ανοιχτά το ρόλο του ως προέδρου του κόμματος.