Ο Άρειος Πάγος, με απόφασή του (677/2017), επιβεβαίωσε ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και μακροχρόνια, δεν αρκεί από μόνη της να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σε αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης.
Ειδικότερα η απόφαση του Αρείου Πάγου (677/2017) κινείται στη λογική προηγουμένων σχετικών αποφάσεων (ΑΠ. 381/2012, ΑΠ 795/2007) με το σχετικό σκεπτικό να μην ευνοεί εργαζομένους που παραμένουν απλήρωτοι επί πολλούς μήνες σε επιχειρήσεις, όντας στην πράξη σε εργασιακή ομηρεία.
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο και όπως διαβάζουμε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 648, 652 παρ. 1, 656 του Αστικού Κώδικα, αλλά και των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για το μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της, αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.