Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Κατά το 16ο αιώνα, στην προνομιούχο νήσο Χίο, η Οθωμανική Αρχή δεν άφηνε ευκαιρία που θα μπορούσε να αποφέρει φόρους. Γιατί, λοιπόν, να εξαιρεθούν οι χήρες, ιδίως οι πλούσιες από τις οποίες η Χίος διέθετε πολλές; Όσες είχαν χάσει τον άντρα τους, αν στη συνέχεια δεν παντρεύονταν για να κάνουν παιδιά -άρα δεν μετείχαν στην τεκνοποιία της κοινότητας- τιμωρούντο με την καταβολή ειδικού φόρου αποχής, που ονομαζόταν από τους ντόπιους “αργομουνιάτικο“!
Θα αναρωτηθείτε γιατί γράφω αυτή την πικάντικη ιστορία. Μια εύκολη απάντηση είναι για να δώσω ιδέες στο Υπουργείο Οικονομικών! Μάλιστα, θα πρότεινα να εφαρμοσθεί ο φόρος όχι μόνο σε ζωντοχήρες αλλά και για όλες όσες βαριούνται ή έχουν “πονοκέφαλο”. Δεν μπορούν να το …”αργούν” εις βάρος μας! Άντε μήπως δούμε χαρά κι εμείς που δεν διαθέτουμε γοητεία κινηματογραφικού αστέρος ή καθοδηγητή αριστερής οργανώσεως…
Να σοβαρευθούμε, όμως, γιατί καλή η πλάκα, αλλά με όσα συμβαίνουν σήμερα θα φθάσουμε να νοσταλγούμε την «ελευθερία» που απολάμβανε η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δεδομένης της πλήρους αδιαφορίας των Οθωμανών για το εμπόριο και την παραγωγή αρκεί να λαμβάνανε τους φόρους που είχε ανάγκη το θησαυροφυλάκιο της Υψηλής Πύλης. Αυτή η επιχειρηματική ελευθερία δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επικράτηση της Επαναστάσεως: δημιούργησε αστική τάξη (στο μέτρο της εποχής, εννοείται), η οποία είχε τα συμφέροντα αλλά και τις δυνατότητες για την απόκτηση εθνικού κράτους.
Σήμερα, με κάθε ευκαιρία, κάνουμε ότι μπορούμε για να εξαφανίσουμε ότι απέμεινε από αυτή την αστική τάξη. Δεν είναι μόνον η ληστρική φοροεπιδρομή που, σε τελική ανάλυση, μας επιβαρύνει όλους. Είναι πρωτίστως η τεράστια έκταση και συνεχής επέκταση του κράτους και η ανάμιξή του όχι μόνο στην οικονομία, αλλά σε κάθε πτυχή κοινωνικής δραστηριότητος, που το κράτος απαιτεί να έχει λόγο και άποψη, μη αφήνοντας ουσιαστικά περιθώρια για την κοινωνία των πολιτών. Όμως, έτσι ακυρώνουμε τους λόγους υπάρξεως του ανεξαρτήτου κράτους μας, η εθνική μας ανεξαρτησία γίνεται κενό γράμμα χωρίς αντίκρυσμα σε θεσμούς και πρακτικές.
Το άρθρο αυτό δεν απευθύνεται μόνο στην συγκυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. Μάλιστα, θα έλεγα κυρίως ΔΕΝ απευθύνεται σε αυτούς, αλλά στο σύνολο του πολιτικού μας συστήματος και κυρίως στη Νέα Δημοκρατία, στο κατ’ εξοχήν κόμμα της αστικής φιλελεύθερης παρατάξεως. Αφορμή, αλλά εν τέλει και αιτία, είναι η απαράδεκτη στάση της στην υπόθεση του άρθρου του πολυνομοσχεδίου για την απαγόρευση συμμετοχής πολιτικών προσώπων σε εξωχώριες εταιρείες.
Σχετικώς με τις off shore (υπεράκτιες) εταιρείες έχουν γραφθεί πολλά και έχουν ακουσθεί ακόμη περισσότερα, από δημοσιογράφους, φοροτεχνικούς και πολιτικούς, αλλά ελάχιστα εξ αυτών έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Κατ’ αρχήν, ήδη από το 2002 διεθνώς έχει πάψει να υφίσταται ο όρος off shore και αντικαταστάθηκε με τον ορθότερο -εννοιολογικώς- όρο non resident, δηλαδή εταιρείες μη φορολογικοί κάτοικοι της χώρας στην οποία εδρεύουν. Στα ελληνικά φορολογικά κείμενα και οι δύο όροι αποδίδονται με την -λανθασμένη, κατά την άποψή μου- λέξη «εξωχώριες». Σε κάθε περίπτωση, οι διάφορες ανοησίες και θεωρίες συνωμοσίας περί τη χρήση των εταιρειών αυτών αλλά και των διεθνών χρηματοοικονομικών κέντρων -όπως η Κύπρος- σκοπό έχουν να εξάψουν τον λαϊκισμό με σκοπό την συκοφάντηση του εκάστοτε αντιπάλου. Πρώτος διδάξας ο Κώστας Λαλιώτης, όταν ήδη από το 20012 κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη Ν.Δ. για χρήση τέτοιων εταιρειών στη χρηματοδότηση του κόμματος. Κοινώς, είπε ο γάϊδαρος τον πετεινό κεφάλα…
Περισσότερα, όμως για τις εταιρείες αυτές, τον τρόπο συστάσεως και λειτουργίας των επιφυλάσσομαι να γράψω σε επόμενο άρθρο μου. Όμως, θέλω να επισημάνω ότι είναι καθ’ όλα νόμιμες ενώ υφίστανται και στην ελληνική νομοθεσία (ν.δ. 69/1967) με κύριο σκοπό την υποβοήθηση της εγκαταστάσεως ναυτιλιακών εταιρειών στην Ελλάδα. Όπως ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό, η ποντοπόρος ναυτιλία βασίζει την λειτουργία της μόνο σε τέτοιες εταιρείες. Άλλωστε, ο αρχικός όρος off shore προέρχεται από την ναυτιλία, η οποία λόγω της φύσεώς της είναι η κατ’ εξοχήν αφορολόγητη δραστηριότητα.
Αντί, λοιπόν, παραδειγματιζόμενοι από την παραδοσιακή επιτυχία μας στη ναυτιλία, να προστατεύσουμε και να διευρύνουμε το πλαίσιο οικονομικής ελευθερίας εντός του οποίου αυτή αναπτύχθηκε και υπάρχει, κάνουμε κάθε τι για να το καταργήσουμε. Αντί η χώρα μας να διαθέτει υπεράκτια οικονομικά κέντρα (η Χίος και η Άνδρος θα ήταν μια εξαιρετικές επιλογές λόγω ναυτιλιακής παραδόσεως) βλέπουμε την αξιωματική αντιπολίτευση, το κατ’ εξοχήν κόμμα που θα έπρεπε να προστατεύει την οικονομική ελευθερία να επιδίδεται σε εκστρατεία ανόητου λαϊκισμού με σκοπό τον προσπορισμό αστείου οφέλους. Μοιραία κατάληξη η απόσυρση της διατάξεως από μια κυβέρνηση που δεν πιστεύει στην οικονομική ελευθερία, ούτε αντιλαμβάνεται την σημασία του θέματος. (Δεν θεωρώ σκόπιμο να αναλύσω το περιεχόμενο της διατάξεως, το οποίο όντως ήταν τεχνικού χαρακτήρος. Γενικώς, δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε καν να υπάρχει η σχετική διάταξη, αλλά έστω κι έτσι, η προσαρμογή της στα δεδομένα του Ο.Ο.Σ.Α. και της Ε.Ε. δεν αποτελούσε σκάνδαλο, ούτε είχε ιδιαίτερη σημασία.)
Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην πλήρη σχεδόν κατάργηση τόσο του τραπεζικού απορρήτου όσο και της προστασίας των καταθέσεων, δηλαδή του πυρήνα του τραπεζικού συστήματος, αφού πλέον -με βάση μια νομοθεσία βαθύτατα αντισυνταγματική- το κράτος έχει πλήρη και ακώλυτη πρόσβαση τόσο στα κεφάλαια των καταθέσεων όσο και στην κίνησή τους, χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση ή τεκμηριωμένη εισαγγελική διάταξη. Όμως, εντός ενός τόσο ανελεύθερου πλαισίου, όχι μόνο δεν υπάρχει πιθανότητα να προσελκύσουμε επενδύσεις και να επέλθει η πολυπόθητη ανάκαμψη, αλλά -αργά αλλά σταθερά- κατατρώγουμε τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας, η οποία δεν υπάρχει χωρίς οικονομική ελευθερία.