Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Διάβαζα το πρωί της Κυριακής, ομολογώ χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη, την έρευνα τάσης του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ στο οικονομικό ένθετο της εφημερίδας Πρώτο Θέμα, η οποία αποτυπώνει μια ζοφερή πραγματικότητα: μια στις πέντε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της χώρας δηλώνει πως επεξεργάζεται το ενδεχόμενο να προβεί σε απολύσεις, λόγω αδυναμίας να αντεπεξέλθει στα λειτουργικά της έξοδα.
Οι κυβερνώντες, σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, έστησαν ένα ολόκληρο αφήγημα πάνω στο 80% που ωφελείται από τη μεταρρύθμιση. Πράγματι, αν είστε ιδιώτης και δεν βγάζετε πάνω από 15 χιλιάρικα το χρόνο, είστε δυνητικά ωφελημένος. Ο συνολικός όγκος επιβάρυνσης των επιχειρήσεων δια της αύξησης της φορολογίας, της ανάγκης προκαταβολής του φόρου, των ασφαλιστικών εισφορών κ.α., συνδυαστικά με τη ραγδαία πτώση της καταναλωτικής ζήτησης οδηγούν πολλές επιχειρήσεις σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να επεξεργάζονται κινήσεις, όπως οι απολύσεις, προκειμένου να διατηρηθούν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Και αν κανείς αμφισβητεί την εγκυρότητα της έρευνας, δεν έχει παρά να κάνει μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και να δει προσεκτικά τα μαγαζιά που έχουν απομείνει. Πέραν των μεγάλων πολυκαταστημάτων και των καταστημάτων που ανήκουν σε πολυεθνικές αλυσίδες, οι οποίες έχουν cash flow από το εξωτερικό, πόσες είναι οι ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που αντέχουν στο πέρασμα της κρίσης;
Διότι, δεν αρκεί μόνο να πληρώνει ένας επιχειρηματίας, θεωρητικά, μικρότερες εισφορές. Πρέπει να είναι και η φορολογική επιβάρυνση σε ένα λογικό μέγεθος. Πρέπει να υπάρχει και καταναλωτική ζήτηση, ώστε να εισρέει χρήμα στο ταμείο του. Και, τέλος, πρέπει να υπάρχουν τράπεζες, οι οποίες μπορούν να τροφοδοτήσουν την αγορά με κεφάλαιο κίνησης. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας ειτε δεν υπάρχουν είτε βαίνουν φθίνουσες, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι επιχειρηματίες να βάζουν λουκέτο, μιας και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν.
Το συζητούσα σε παρέα φίλων το Σάββατο το απόγευμα, πριν διαβάσω την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Περπατούσα στην Τσακάλωφ, στο κέντρο του Κολωνακίου, και παρατηρούσα πως εκεί που κάποτε υπήρχαν εμπορικά καταστήματα, πλέον έχουν γίνει μπαρ και καφετέριες. Είναι απολύτως σεβαστή μορφή επιχειρείν η εστίαση και, όσο αντέχουν οι άνθρωποι, καλό είναι για να δίνουν και δουλειές και να συνεισφέρουν στα κρατικά έσοδα.
Πλην όμως, παρατηρήστε το και εσείς: όπου κλείνει μια μεσαία ή μικρή εμπορική επιχείρηση, στη θέση της ανοίγει μια καφετέρια, ένα εστιατόριο, ένας φούρνος, ένα delivery, ένα bar. Αυτή είναι η συνταγή της ανάπτυξης α λα γκρέκα και όσο περνούν τα μνημονιακά χρόνια, τόσο αποσαθρώνεται η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας που ήταν διαχρονικά οι εμπορικές επιχειρήσεις.
Δεν χρειάζεται καμιά φορά να διαβάζει κανείς έρευνες για να διαπιστώσει το προφανές. Όπως, εν προκειμένω, τον αργόσυρτο θάνατο του εμποράκου, τον οποίο μπορεί να διαπιστώσει κανείς με μια βόλτα σε άλλοτε ζωντανούς εμπορικούς δρόμους, όχι απλά στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε προάστια και στην περιφέρεια. Λίγοι αντέχουν και οδεύουμε προς ένα, πιο συγκεντρωτικό μοντέλο επιχειρείν, όπου θα επιβιώνουν κατά βάση μεγάλες εταιρείες και παραρτήματα πολυεθνικών και όλοι οι υπόλοιποι θα διεκδικούν μια θέση στον ήλιο.
Για την κυβέρνηση, όμως, είναι απλώς μια ακόμα Δευτέρα και ο αρμόδιος υφυπουργός Τάσος Πετρόπουλος αισθάνεται δικαιωμένος, επειδή τον πιάνουν στο δρόμο και τον συγχαίρουν. Άντε να δούμε τα έσοδα του ΕΦKΑ, τώρα που και δεν θα πληρώσουν όλοι όσοι θεωρητικά ελαφρύνονται, και δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν πλήρως όσοι επιβαρύνονται υπέρμετρα.