Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Όλη του η ζωή αποτέλεσε έναν αμείωτης ηθικής έντασης αγώνα για την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου και την απαγκίστρωσή του από κάθε είδους δογματισμό, ιδίως πολιτικό. Ό λόγος για τον Άρη Αλεξάνδρου, φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη, που παρήγε υψηλής αισθητικής ποιότητας έργο στο φάσμα της ποίησης, της μετάφρασης και της πεζογραφίας και εντάσσεται στις εξέχουσες μορφές της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Αυτόν τον μοναχικό αναχωρητή των ελληνικών γραμμάτων, που ως κομμουνιστής διαγράφηκε από την αριστερά για να περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή εξόριστος ως κομμουνιστής !!! Ο Άρης Αλεξάνδρου αποτελεί μια πολύ ξεχωριστή και ιδιότυπη περίπτωση της ελληνικής γραμματολογίας. Είδε το φώς της ζωής το 1922 στο Λένινγκραντ και αργότερα ήλθε με τους γονείς του Βασίλη Βασιλειάδη και Πολίνα Αντόβνα Βίλγκεμσον στην Ελλάδα. Αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα. Μητρική του γλώσσα κυριολεκτικά και μεταφορικά είναι τα ρώσικα. Θα αντιμετωπίσει έτσι αρχικά κάποια δυσκολία με τα ελληνικά. Με την ευφυΐα όμως που τον διέκρινε στην εκμάθηση γλωσσών γρήγορα θα αναγορευτεί σε μύστη των ελληνικών και θα δημιουργήσει ένα αξεπέραστο μεταφραστικό έργο στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη, παραδίδοντας στο ελληνικό κοινό, τα αριστουργήματα τω ρώσων κλασικών. Με την παρότρυνση των γονιών του αφού τελείωσε το «Βαρβάκειο», δίνει εξετάσεις για το Πολυτεχνείο και την Ανωτάτη Σχολή καλών Τεχνών. Είναι ελλιπής όμως η προετοιμασία του και καθώς έχει άλλους προσα-νατολισμούς, αποτυγχάνει. Τελικώς θα καταλήξει στην ΑΣΟΕ που επιτυγχάνει, για να την εγκαταλείψει σύντομα όμως και αυτή. Αποτυγχάνει σε όλα του τα νεανικά σχέδια, θα κερδίσει όμως για πάντα στη ζωή του το μεγάλο στοίχημα, της προσωπικής αξιοπρέπειας και της πνευματικής ελευθερίας, με όποιο κόστος και εάν πληρώνει αρνούμενος να υπαχθεί σε ομάδες και να περιχαρακωθεί ηθικά και πολιτικά. Άλλωστε και ο ίδιος θα πεί γα την άρνησή του να ενταχθεί σε φράξιες «Για την ομάδα ήμουν πάντα ύποπτος σαν την αλήθεια». Αφήνοντας λοιπόν το 1942 τις οικονομικές του σπουδές στην ΑΣΟΕ, δίνεται ολόψυχα στο μετα-φραστικό του έργο για λογαριασμό του πρωτοπόρου τότε στην ξένη λογοτεχνία εκδότη Γκοβόστη. Και ξεκινά μια εμπνευσμένη και πολυεπίπεδη μεταφραστική προσπάθεια, διασταυρώνοντας τα βήματά του με όλους τους γίγαντες της ρωσικής πεζογραφίας, αλλά και με Γάλλους, Άγγλους και Αμερικάνους εξέχοντες συγγραφείς. Μεταφράζει Ντοστογιέφσκυ, Τολστόι, Τσέχωφ, Άννα Αχμάτοβα και άλλους σπουδαίους κλασικούς.
Όμως ο ευαίσθητος αυτός διανοούμενος και παρότι δεν είναι επίσημα ενταγμένος στο ΚΚΕ, το οποίο ιδεολογικά υπηρετούσε στη ζωή του με αυταπάρνηση, διώκεται απηνώς από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της εμφυλιακής Ελλάδας. Από το 1944 όπου συνελήφθη για πρώτη φορά, για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, δέχεται ένα διαρκή και ανελέητο διωγμό. Εξορίζεται και εκτοπίζεται στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στην Άη Στράτη κ.α. Και ενώ ο τόπος άρχιζε μετά την εμφύλια οδύνη να επουλώνει τα τραύματά του και να ξαναβρίσκει το βηματισμό του, ήλθε η έκθεσμη Απριλιανή εκτροπή, που εξανάγκασε τον Αλεξάνδρου και πάλι σε μισεμό τώρα στο Παρίσι, για να αποφύγει τις συλλήψεις. Αναντίρρητα οι αλλεπάλληλες πολιτικές διώξεις του, όπως και η αναγκαστική εμπλοκή του στα γρανάζια της σκληρής βιοτικής μέριμνας, επηρέασαν ζωτικά την πνευματική του παραγωγή. Δεν ευτύχησε ποτέ στη ζωή του να ηρεμήσει ο Αλεξάνδρου και να δημιουργήσει σε ένα ομαλό περιβάλλον. Άλλοτε οι διώξεις και άλλοτε το άγχος της επιβίωσης, υπονόμευαν την πνευματική του δημιουργία. Παρόλα αυτά γύριζε εξουθενωμένος σπίτι του και έκλεβε ώρες από τον πολύτιμο για να ανθέξει ύπνο του, για να γράψει, έχοντας εμπιστοσύνη στην ποιότητα του έργου του. Και μέσα σ΄ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο πέρα από το πλατύ μεταφραστικό και οιστρηλατημένο ποιητικό του έργο, που είναι διάστικτο από την αξιοπρέπεια και την προσήλωση στους αριστερούς ιδεολογικούς του προσανατολισμούς, έγραψε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Το κιβώτιο», σμιλεύοντάς το για επτά ολόκληρα χρόνια, σαν γλωσσικό κόσμημα, που ήδη τον έχει κατατάξει στους μεγάλους της ελληνικής μεταπολεμικής πεζογραφίας. Το «κιβώτιο» θεωρείται από την επίσημη κριτική σαν ο ορισμός του αντιμυθιστορήματος. Καταλύει με τη δομή, τη μορφή και το ύφος του, όλους τους κανόνες και τους κώδικες της κλασικής πεζογραφίας. Με τον ξεχωριστό μονοφωνικό χαρακτήρα του δίνει την αίσθηση ενός προσωπικού ημερολογίου. Στέκεται όμως ηθικά και αισθητικά διαυγές, αυτόνομο και παντοδύναμο μέσα, στην πολύπλαγκτη παραγωγή της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Ο Αλεξάνδρου με το «Κιβώτιο» μαστιγώνει τη δογματική μονομέρεια του ΚΚΕ της εμφυλιακής Ελλάδας, την άσκοπη και κυνική θυσία των συντρόφων του στο μολώχ της κομματικής ηγεσίας, την ανεπάρκεια των πρωτοκλασάτων στελεχών του κόμματος τότε και εν γένει την ματαιότητα των αγώνων, όταν δεν είναι αποσαφηνισμένοι οι στόχοι. Η ιστορία του «Κιβωτίου» εκτυλίσσεται το 1949 και για δυο μήνες από τα μέσα του Ιουλίου, ως τα μέσα του Σεπτεμβρίου του ΄49, λίγο πρίν λήξει δηλαδή ο επάρατος εμφύλιος πό-λεμος. Μια σαραντακονταμελής ομάδα επίλεκτων ανταρτών, επιλέγεται σε μια ξεχωριστή αποστολή. Καλείται να μεταφέρει ένα κιβώτιο από την πόλη Ν στην πόλη Κ. Η επιχείρηση είναι τόσο σημαντική, ώστε από την αίσια έκβασή της να κρίνεται το αποτέλεσμα του εμφυλίου. Ουδείς γνωρίζει πιο είναι το περιεχόμενο του κιβωτίου, αλλά και ούτε ποιος είναι ο προορισμός του συγκεκριμένα. Το αρχηγείο κάθε μέρα αρκείται να δίνει το δρομολόγιο της επόμενης. Αλλά και οι προδιαγραφές της πορείας σκληρές και απάνθρωπες. Δεν δικαιολογείται καμιά καθυστέρηση και βραδυπορία. Οποιοσδήποτε τραυματίζεται ή βραδυπορεί θα «κυανίζεται». Στο τέλος ο μοναδικός επιζών ο αφηγητής, ολοκληρώνει την πορεία παραδίδει το κιβώτιο στους αρμόδιους, οι οποίοι διαπιστώνουν καθώς το ανοίγουν πως είναι άδειο. Ο αφηγητής συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Και προσπαθεί τώρα με αλλεπάλληλες καταθέσεις προς τις ανακριτικές αρχές να ερμηνεύσει το νόημα της παράδοξης αποστολής τους. Η κριτική είδε στο «κιβώτιο» του Αλεξάνδρου στοιχεία Καφκικά. Το κλασικό μοτίβο του Κάφκα, που ένας ήρωας άθυρμα μιας εξουσίας εκτελεί απλές και μάλλον ανόητες εντολές. Το «κιβώτιο» είναι ένα αριστούργημα. Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Μπράμος στην «Καθημερινή» «…. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, η αγωνία μιας διαπαιδαγωγικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, που δεν καταριόταν και από την άλλη όχθη δεν αγιοποιούσε το παρελθόν, αλλά μες την οδύνη και την επαναδιαπραγμάτευση του εθνικού διχασμού, άνοιγε τα παράθυρα για μια νέα χειραφέτηση της αριστεράς στο μέλλον». Ο Αλεξάνδρου παρήγε παράλληλα σημαντικό ποιητικό έργο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ακόμη τούτη η άνοιξη» εκδόθηκε το 1946. Ακολούθησαν «Άγονος γραμμή» το 1952 και «Ευθύτης Οδών» το 1959. Η ποίησή του όπως και των περισσότερων ποιητών που βίωσαν την φρίκη του εμφυλίου διακρίνεται από την πικρία της διάψευσης των ελπίδων. Ενίοτε γίνεται και ειρωνική φτάνοντας στο σαρκασμό, προς όλα τα γνωστά μας κοινωνικά συστήματα. Έντονα όμως είναι και τα στοιχεία της ευγένειας και της αντικειμενικότητας, όπως και ο συγκινητικός λυρισμός με τον οποίο κάποτε εκφέρεται. Ο Άρης Αλεξάνδρου με το πλούσιο μεταφραστικό του έργο, την αδέσμευτη κοινωνική του ματιά, τον μεστό ποιητικό του λόγο και με το αξεπέραστης ποιότητας και πρωτοπόρο αισθητικά μοναδικό του μυθιστόρημα «Το κιβώτιο», εντάσσεται δικαίως στους μεγάλους της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα απο τον κύκλο δοκιμίων μου «Κορυφαίοι της ελληνικής πεζογραφίας» και έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Ηλείας και περιοδικά πνευματικού στοχασμού.